Διόνυσος
Φταίω. Ότι φταίω, φταίω. Το πήρε είδηση και με καταράστηκε. Μα δε βαρυγκώμησα ποτέ που κείτομαι τ’ ανάσκελα εδώ. Κοτζάμ άντρας 10,50 μέτρα. Ανάσκελα κολλημένος στο χώμα. Καταδικασμένος σε αιώνια ακινησία. Να με χαστουκίζουν οι βροχές και να με κουτσουλάνε τα πουλιά. Γιατί; Γιατί αγάπησα. Εγκλημάτησα από αγάπη. Προσπάθησα να την κρατήσω κοντά μου, μ’ όποιον τρόπο μπορούσα, χωρίς να υπολογίζω τα θέλω της. Τη διεκδίκησα, ναι. Φυσικό δεν ήταν; Σιγά να μην την άφηνα στο φλούφλη. Τη χρησιμοποίησε και την πέταξε. Γελάω, όποτε τον θυμάμαι. Έτρεμε σαν εμφανίστηκα μπροστά του, ο γενναίος. Λόγια πολλά και πράξεις μηδέν. Αν δεν ήταν εκείνη, δε θα ήταν αυτός που έγινε. Ο «ήρωας». Κι αν δεν ήμουν εγώ, θα ήταν κάποιος άλλος, κάτι άλλο, που θα τον φόβιζε. Με την πρώτη ευκαιρία θα την πρόδιδε. Να με ευγνωμονεί πρέπει ο αχρείος. Τουλάχιστον, έχει να δικαιολογείται πως δεν μπορούσε σε θεό ν’ αντισταθεί. Τρίχες. Έτσι είναι οι αγάπες, ρε; Έτσι; Την κάνουμε στην πρώτη δυσκολία; Ποτέ δεν της τα είπα όλα αυτά. Την άφησα να με καταριέται. Έσκυψα το κεφάλι, άτολμο παιδί μπροστά της, και την άφησα να με καταριέται. Καλύτερα, καλύτερα να καταριέται εμένα, παρά να νοιώσει πως την πέταξε. Πως δεν την αγάπησε ποτέ. Αυτό, όχι. Αυτό δε θα το άντεχε. Μην κοιτάς, εγώ αντέχω. Μάρμαρο εγώ. Τι θεός θα ‘μουν; Αντέχω. Άντεξα το βλέμμα της που ξεστράτιζε από πάνω μου, δεν υπήρχα ώρες-ώρες γι’ αυτήν, δεν υπήρχα. Άντεξα που έφευγε τις νύχτες από την αγκαλιά μου, στεκόταν στο παραθύρι κι αγνάντευε τη μαύρη θάλασσα. Άντεξα. Μια κουβέντα είναι αυτό, δηλαδή. Θυμάμαι την έκπληξη τους σα με σκαλίζαν τότε. Δεν πίστευαν στα μάτια τους που ράγισα έτσι. Με παράτησαν στο νταμάρι. Δε γινόταν τίποτα, λέει, με μένα. Να σταθώ στα πόδια μου, δεν υπήρχε ελπίδα. Εγώ ο ανθεκτικός. Ραγισματιές γέμισα. Ραγισματιές. Ρωγματώσεις τις λένε οι σημερινοί τις ραγισματιές, το ήξερες; Ήρθανε από πάνω και με ψάχνανε, με βάλανε στο μικροσκόπιο, οι επιστήμονες. Δεν πα να τις λένε όπως θέλουν. Τι ξέρουν αυτοί; Εγώ αγάπη τις λέω. Είναι η αγάπη που ραγίζει τις πέτρες. Φύγε τώρα από πάνω μου. Σκοτείνιασε. Θέλω να μείνω μόνος μαζί της. Σου το είπα. Δε βαρυγκώμησα ποτέ που κείτομαι τ’ ανάσκελα. Γιατί μπορώ να τη βλέπω. Έστω κι έτσι. Να τη, πρόβαλε πάλι. Τη βλέπεις; Εκεί, εκεί ψηλά. Αυτό το στεφάνι φόρεσε στα χρυσά της τα μαλλιά σαν παντρευτήκαμε. Εγώ της το χάρισα. Ρώτα να σου πουν γι’ αυτήν. Corona Borealis, έτσι την ξέρουν.
* Στη φωτογραφία, ο Κούρος της Νάξου, ο που δεν τέλειωσε ποτέ. Λένε πως είναι ο Διόνυσος ή ο Απόλλωνας. Με βόλεψε ο Διόνυσος. Ζητώ συγγνώμη από τον Απόλλωνα.
** Τώρα που το ξαναδιαβάζω, μου φαίνεται πιότερο ταιριαστό να ζητήσω συγγνώμη από το Διόνυσο. Τον Απόλλωνα δεν τον κακοποίησα. Ακόμη.
15 σχόλια:
" Πως δεν την αγάπησε ποτέ. Αυτό, όχι. Αυτό δε θα το άντεχε. Μην κοιτάς, εγώ αντέχω. Μάρμαρο εγώ. Τι θεός θα ‘μουν;"
ποιός θα βρεθεί να αγαπήσει έναν αγαπημένο και να μην έχει ολημερίς και ολονυχτίς φαντάσματα να σκοτώσει,
για τα αυτονόητα να προσπαθήσει και να υπομένει καρτερικά τα κατα λάθος ονόματα των πριν
κάποτε βρέθηκα στο πλάι του αγάλματος, στης νάξου τον παράδεισο, στο δίπλα περιβόλι και είπα να κοιμηθώ στο χέρι του, με είχε πιάσει βράδυ, μα ήταν γαλήνια η μοναξιά του και τα είπαμε την άλλη μέρα με καφέ.
ωραία ματιά
χαρισματικό κείμενο, ιδιαίτερη η εσωτερικότητα.
εμπεριέχονται ορισμοί της αγάπης.
επίτρεψέ μου, να είμαι περήφανη που το έγραψες!
Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Μίμης Πλέσσας
Πρώτη εκτέλεση: Γιάννης Πουλόπουλος
Χθες μεσάνυχτα και κάτι κατηφόρισα
στην μικρή την πλατεϊτσα,
που σε γνώρισα
Κάποιο άγαλμα που μ' είδε
με θυμήθηκε
και τον πόνο μου να ακούσει δεν αρνήθηκε
Και του μίλησα για σένα
και για μένανε
και τα μάτια του βουρκώναν
και όλο κλαίγανε
Του 'πα για το φέρσιμο σου και για τα άλλα σου
τα ασυγχώρητα τα λάθη τα μεγάλα σου
Κι ύστερα με πιάσαν θεέ μου κάτι κλάματα
που με βρήκανε κουρέλι τα χαράματα
Με το άγαλμα στο δρόμο προχωρήσαμε
μου εσκούπισε τα μάτια και χωρίσαμε
Nύχτα.
Aπ’ το παράθυρο πετάξαμε
τα κλειδιά μας.
Πήραμε τ’ άστρα.
Aνοίγουμε.
Kαι κλαδιά
και κατάρτια
και η άγκυρα.
K’ εσύ στον κήπο
πίσω απ’ το άγαλμα.
Όμορφη μέρα
δεν την αντέχω
να μην είσαι εδώ.
Aίμα το δείλι,
αίμα η νύχτα,
αίμα το τριαντάφυλλο.
Eσύ, το αίμα μου.
PITΣOΣ
KI OΛH MOY THN AΓAΠH,
ΓI' OΠOIO AΓAΛMA
ΓΛYKO MOY TIΠOTA!
Α!! δεν θέλω αμφιβολίες!! Ο θεός Διόνυσος είναι. σας το λεει μια μανούλα που αναγνωρίζει από χιλιόμετρα το γιόκα της!!! Με τον αρχηγό των θεών τον έκανα, το Δία και όπως θα θυμάστε εγώ η Σεμέλη είμαι η μητέρα του Διόνυσου!!
(βρήκα ευκαιρία να αστειευτώ λιγάκι με το όνομά μου!!)
Ας σοβαρευτώ! μου άρεσε πολύ το πέρασμα από την αρχαία αίσθηση στην καθημερινή όλων μας... έτσι θα έπρεπε να γράφεται η ιστορία στο σχολείο... απλά και ανθρώπινα... για να αγγίζει τις ψυχές των μικρών και ανυποψίαστων μαθητών!!
:)
Μας συνδέει η αρχαιότητα βλέπω...:)
Να πω ότι και σε μένα-όπως και στη Μαργαρίτα- θυμίζεις κάτι από Ρίτσο και κυρίως αυτούς τους θεατρικούς-ποιητικούς μονολόγους του με αρχαιοελληνική προέλευση...
Σου το 'χω πεί, στο τίποτα
κρύβονται οι που 'ναι μόνοι
εκεί βαριανασαίνουνε
εκεί σηκώνουν σκόνη
κι απ' όλα αυτά, το τίποτα
θα 'ρθει να γίνει κάτι
η μύτη στο μολύβι σου
κι όλης της γης τ' αλάτι
Έτσι αυθόρμητα, όπως κι εσύ φίλε μου (αν μου επιτρέπεις).
Επιφυλάσομαι για την συνέχεια..
Και στέλνω την καληνύχτα μου.
Την αγάπησε. Ολοκληρωτικά. Μόνο που αφομοιώθηκε μέσα της. Είναι υγιές; Πάντως πολύ όμορφο κείμενο.
Υπέροχη ποιητική αδεία η γραφή σου. Εξαίρετο κείμενο.
Ομορφο, τίποτα. Και ο Οδυσσέας αλλά και ο "ήρωάς" σου τα ίδια έκαναν.Τυχαίο? Ετσι οι Ελληνες. Επιλήσμονες
Μαγκας ο Διονυσος. Στο τελος η Κορόνα Μπορεάλις θα την βρήσκει με τα σκουτελοβαρίχνω σου και ψάξε να βρεις τι άλλο βγήκε απο τον Παράδεισο... Αβυσσος η ψυχή των Αστερισμών..Μονον ο Μαρκήσιος την ειχε ψυλιαστει την δουλειά, αλλα μετα εφευρέθηκε ο Ζίγκμουντ και εβαλε ταξη στα πραγματα.
Τα συναισθήματα δεν τελειώνουν ποτέ. Ατελείωτη φύση ο θεός τελικά να σημαίνει;
συνειρμικά θυμήθηκα τους πίνακες της Αριάδνης και μετα το νταμάρι του Απόλλωνα στο νησί με τον κούρο σου..και μετα τον γάμο του Διόνυσου με την Αριάδνη.στον πίνακα,ο Διόνυσος
προσπαθεί να φορέσει το δαχτυλίδι στο δάχτυλο της Αριάδνης, ενώ πάνω από το κεφάλι της είναι το στεφάνι
του γάμου τους. Φτιαγμένο με αστέρια, τον αστερισμό "Βόρειος Στέφανος", (Corona Borealis) η "Στέμμα της Αριάδνης"...
φαντάζομαι πως μου επιτρέπεις τη προσγείωση αλλά αφού πέταξα με το κείμενο σου :-)
"Θυμάμαι την έκπληξη τους...
Δεν πίστευαν στα μάτια τους που ράγισα έτσι.
Εγώ ο ανθεκτικός. Ραγισματιές γέμισα. Ραγισματιές"
ρε συ, φιλενάδα,
πας και γράφεις κάτι πράγματα, παφ, σου τραβάνε μιά στη μούρη, και τα δόντια στο χέρι...
το χω σπουδάσει το κείμενο.
έχω παίξει στο έργο.
όσο πιό ανθεκτικός, τόσο χειρότερες οι ραγισματιές.
αλήθεια λέω.
αλήθεια λέω, γμτ.
Σας ευχαριστώ πολύ για τα σχόλιά σας. Προσπαθώ να κάνω κάτι μ' αυτούς τους παμπάλαιους φίλους. Δεν ξέρω τι ακριβώς, αλλά θα ήθελα να τους έχω σε μια σκηνή να μονολογούν κάπως έτσι. Μπορεί και να ασελγώ ασύστολα. Θα δούμε. :)
και δεν εβρισκες μια ραγισμένη σαν και μένα να πάμε στην άλλη όχθη?
Δημοσίευση σχολίου