Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2008

Ψιμύθιο



Άργησα το ξέρω. Βιάσου και θα στα λέω, καθώς θα δουλεύεις. Γρήγορα να με φτιάξεις και καλά. Άδειασα τελείως σήμερα. Μην τους αφήσεις να το καταλάβουν. Όχι ότι δεν το ξέρουν, αλλά καλύτερα να μη φαίνεται. Δεν τον έβρισκαν, γι’ αυτό καθυστέρησα. Λένε πως ταιριάζουμε απολύτως. Πολύ αμφιβάλλω, εγώ ποτέ δεν υποχρεώνω κανέναν να με περιμένει, αλλά αυτοί ξέρουν καλύτερα. Αφού επιμένουν πως ταιριάζουμε, ταιριάζουμε. Του έδωσα κι εγώ την καρδιά μου και να ‘μαι. Όχι, δεν τον είδα, δεν ξέρω γιατί άργησε να εμφανιστεί. Θα φταίει που έδινα. Δυσκολεύεται να πάρει ο κόσμος αυτό που εύκολα του δίνεις, το έχεις παρατηρήσει; Γίνεται επιφυλακτικός. Αρχίζει να το ψάχνει. Κι όσο πιο σπουδαίο είναι αυτό που του δίνεις, τόσο πιο δύσκολος γίνεται. Σου λέει, δεν μπορεί, κάποιο λάκκο έχει η φάβα. Πώς γίναμε έτσι; Μην απαντάς, άσε με εμένα να λέω και δούλευε. Αύριο στις τρεις. Αύριο στις τρεις με περιμένουν, το ραντεβού κλεισμένο μια βδομάδα τώρα. Σκοπεύω να είμαι στην ώρα μου κι ας άργησε να φανεί τούτος ο τελευταίος, ο που ταιριάζουμε απολύτως. Σκοπεύω να είμαι στην ώρα μου κι όχι όπως-όπως, γι’ αυτό περιποιήσου με. Βάλε λίγο ακόμη εδώ. Στην κοιλιά. Άδειασα πολύ εκεί. Έτσι. Και στο στήθος. Έτσι. Και τώρα τα μάτια. Να τα προσέξεις ιδιαιτέρως τα μάτια. Μάτια μου με φώναζε. Και τώρα το ίδιο θα λέει. Μάτια μου. Βάψε τα καλά, να μη φαίνονται ραμμένα. Θα την πειράξει αυτό. Σα να έχω, βάψε τα. Σα να έχω και κοιμάμαι. Κι ας το ξέρει πως τα έδωσα κι αυτά.

Πίνακας : David Ehlen, Heart

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2008

Εποίησας



Πόσο διαφορετικά μεγαλώνουμε, ε; Εσύ κι εγώ λέω. Περνά ο χρόνος και φέρνει τα πάνω κάτω. Να, για παράδειγμα, προσέχω πολύ τις κινήσεις σου. Κάτι που δεν έκανα πριν. Αντιθέτως, εσύ δεν προσέχεις καθόλου τις δικές σου. Κάτι που έκανες πριν. Ή πάντα δεν πρόσεχες, αλλά εγώ δεν πρόσεχα τι έκανες πριν; Θα σε γελάσω. Ακόμη κι αυτό, όμως, είναι ένδειξη των διαφορών μας. Μεγαλώνοντας προσέχω. Μεγαλώνοντας γίνεσαι απρόσεκτος. Μεγαλώνοντας επιζητώ την τάξη, τους κανόνες. Εσύ πάλι, μεγαλώνοντας γίνεσαι ατακτούλης. Παραδέξου το. Σου αρέσει να προκαλείς. Γράφεις τους κανόνες στα παλιά σου τα παπούτσια, προκαλείς και καλείς. Προ. Της ώρας τους. Αδιακρίτως. Αδιακρίτως, επαναλαμβάνω. Και χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, ενώ δεν έχει χάσει τη γιαγιά. Που σημαίνει τα έχεις κάνει μπάχαλο. Συν τοις άλλοις είσαι και μέγας ζηλιάρης. Μη δεις άνθρωπο να προκόβει. Ορίστε, τι έκανα τώρα; Ένα σκουλαρίκι τόλμησα. Ένα σκουλαρικάκι, ίσα-ίσα να σπάσει τη μαυρίλα. Αφήνιασες. Και μου παίρνεις κι άλλον. Και καλά, εμάς δε μας υπολογίζεις. Εκείνη την έρμη τη Σοφία σου, πού την παράτησες; Σε ηρεμούσε αυτή. Κι ηρεμούσαμε κι εμείς μαζί της. Διότι, κύριε, όσο άφηνες τη Σοφία να κανονίζει, υπήρχε μία τάξις. Πρώτα αυτός, ύστερα αυτός και σιγά-σιγά να ετοιμάζεστε κι εσείς, έκανε η Σοφία τα κουμάντα της. Ώρα μας είναι, λέγαμε. Καλεί την κλάση μας. Και κάναμε κι εμείς τα κουμάντα μας. Έτσι. Να ξέρει ο κόσμος τι του γίνεται. Να μην του πέφτει ο ουρανός στο κεφάλι. Πρόσεξέ με, δε μαλώνουμε, ε; Χαλαρά κουβεντιάζουμε. Και γιατί να μαλώσουμε; Έχουμε τίποτα να χωρίσουμε; Τίποτα δεν έχουμε να χωρίσουμε εσύ κι εγώ. Είπαμε. Μεγαλώνουμε διαφορετικά. Κι όσο περνά ο χρόνος κι έρχονται τα πάνω κάτω συνειδητοποιώ πως τίποτα κοινό δεν είχαμε ποτέ. Εσύ πάνω, εγώ κάτω. Γιατί να μαλώσουμε; Κι ούτε που με νοιάζει για τη Σοφία σου, πια. Χαλάλι σου. Όλα. Και το σκουλαρίκι, που από ζήλεια μου άρπαξες, χαλάλι σου κι αυτό. Στο κάτω-κάτω, ας μην ξαναφορέσω σκουλαρίκι. Τα πήρα απόφαση τα μαύρα.

Πίνακας: Γιάννης Σταύρου, Γυναίκα με Τιρκουάζ Σκουλαρίκια, λάδι σε καμβά.

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008

Πεθαίνει αργά, σε μετάφραση Γ. Μίχου

Πεθαίνει αργά...

Πεθαίνει αργά όποιος δεν ταξιδεύει
δεν διαβάζει…

Πεθαίνει αργά
όποιος την ίδια του αγάπη καταστρέφει,
όποιος δεν αφήνει να βοηθούν,
όποιος δεν ακούει μουσική,
όποιος δεν βρίσκει χάρη στον ίδιο του τον εαυτό…

Πεθαίνει αργά
όποιος μετατρέπεται σε σκλάβο της συνήθειας
επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,

Όποιος δεν αλλάζει μάρκα,
Δεν επιχειρεί νʼ αλλάξει το χρώμα του ρούχου του
Ή δεν συζητάει με αυτόν που δεν γνωρίζει.

Πεθαίνει αργά
όποιος εμποδίζει ένα πάθος και το στροβιλισμό του από αισθήματα,
ακριβώς αυτά που επιστρέφουν τη λάμψη στα μάτια
και επαναφέρουν τις συντριμμένες καρδιές.

Πεθαίνει αργά
αυτός που δεν στρίβει το τιμόνι όταν είναι δυστυχής με τη δουλειά του, ή με τον έρωτά του,
όποιος δεν ρισκάρει το βέβαιο ούτε το αβέβαιο για να πάει
μπροστά από ένα όνειρο
όποιος δεν επιτρέπει, ούτε για μια φορά στη ζωή του,
να ξεφύγει από τις χρηστές συμβουλές…

Πεθαίνει αργά,
όποιος περνάει τις μέρες παραπονούμενος
για την κακή του τύχη ή για την ασταμάτητη βροχή

Θα αποφύγουμε το θάνατο με απαλές δόσεις, θυμόντας πάντα πως το να είσαι ζωντανός απαιτεί μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός να ανασαίνεις.

Μονάχα η ένθερμη υπομονή
θα κάνει να κερδίσουμε
μιαν εκλεκτή ευτυχία.


Παρουσίαση-Μετάφραση Γ. Μίχος.
Περισσότερα στο ΠΟΙΕΙΝ http://www.poiein.gr/archives/2519/index.html

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2008

Λογαριασμοί



Και οι ταβέρνες κομμένες. Τέλος. Επαγγελματίες σου λέει. Αντί να ξεδώσεις, σε αναγκάζουν να μετρηθείς. Πόσοι είστε και πόσοι είστε. Στρώσε, κύριε, το τραπέζι και μη ρωτάς. Τι θα πει πόσοι είστε; Δε βλέπεις πόσοι είμαστε; Εμείς πρέπει να μετρηθούμε; Δεν είναι ότι δε μετριόμαστε, καταλαβαίνεις; Είναι που δε μας αρέσει να λέμε φωναχτά το άθροισμα. Δεν είναι που δε μετριόμαστε, καταλαβαίνεις; Είναι που θέλουμε να ξεχάσουμε το άθροισμα. Δεν είναι που ήρθαμε να κάνουμε λογαριασμό, καταλαβαίνεις; Είναι που ήρθαμε να χάσουμε το λογαριασμό. Στρώσε, κύριε, το τραπέζι και μη ρωτάς πόσοι είμαστε. Δε βλέπεις πόσοι είμαστε; Όλο και λιγότεροι, είμαστε. Όλο και λιγότεροι.

Πίνακας: Λουίζα Κακίση, Στο Μοναστηράκι.