Κυριακή 29 Απριλίου 2007

Ενοσίχθων



Κι είναι και κάτι άλλο που θέλω να σου πω, μη σε παρακαλώ τρομάξεις, δεν είναι τίποτα, τίποτα δεν είναι, μόνο που να, σήμερα, ρώτησε το κορίτσι που με κουρεύει τι είν’ αυτό, αγνώριστη η φωνή του, τι είναι αυτό, κι ήταν αυτό δυο τρύπες στρογγυλές στην κεφαλή μου, οδήγησε το χέρι μου και ψηλάφησα η τυφλή τους κρατήρες, εκεί χαμηλά, σχεδόν στη βάση, μην τρομάξεις, τίποτα δεν είναι, κάπως θα πρέπει τα μαλλιά μου να ‘πεσαν, δεν αντέχουνε οι τρίχες τους σεισμούς, πολύ τον φιλοξένησα τον εγκέλαδο στο κεφάλι μου και βρήκε και αλώνισε ο χωριάτης κι ύστερα μάλωσα με το γιατρό, άγχος το λένε αυτό που έχεις, κάπνισμα το λένε, επέμενα εγώ, με κοίταζε περίεργα, τον πήρα από το χέρι, τον έσυρα στο σπίτι μου και του ‘δειξα τη θάλασσα κάτω απ’ το μπαλκόνι μου, εύφορη θάλασσα, είκοσι χρόνια την καλλιεργώ κρυφά τις νύχτες, εύφορη θάλασσα, είκοσι χρόνια το φεγγάρι δεν το βλέπω, τη θάλασσα ταΐζω μόνο, δες τη, του λέω, γεμάτη ψάρια η θάλασσά μου, την έχω θρέψει με το φόβο μου, περπατάς και δε βουλιάζεις, έσκυψε, είδε τις γόπες και δε μίλησε...

Πίνακας: Νίκος Νικολάου, Δυο μακέτες

Σάββατο 28 Απριλίου 2007

Ώρες κοινής ησυχίας



Είναι κάτι νύχτες, μάνα, που ξεχύνονται οι σκέψεις στις γειτονιές του μεσημεριού και το στρώνουν στο κυνηγητό με κραυγές πολεμικές και ιαχές θριάμβου, πέτρες και ποδοβολητά, όσο περνά η ώρα ανάβει το παιχνίδι, αίματα και γόνατα γρατζουνισμένα, να, δες, μάτωσε το μαξιλάρι μου κι εσύ λείπεις, ποιος θα περιποιηθεί τις πληγές τώρα, λείπεις, πονάω, ποιος θα με παρηγορήσει, τρέχουν όλα γύρω, σπρώχνουν, ποδοπατούν και δε βρίσκεται ούτε ένας γείτονας σπλαχνικός, ούτε ένας, ούτε ένας, να βγει στο μπαλκόνι να φωνάξει, γρήγορα στα σπίτια σας, βρωμόπαιδα, είναι ώρα κοινής ησυχίας.

Πέμπτη 26 Απριλίου 2007

Φερώνυμοι μοναχικοί

Είναι ονόματα που δε γιορτάζουν με τα άλλα.
Τόσο περίεργα κι αλλόκοτα φαντάζουν.

Κι όπου κι αν πάνε οι φερώνυμοι προκαλούν το θαυμασμό, ενίοτε και τη ζήλια. Άλλος κανείς-ακούγεται στη γειτονιά-τέτοιο σπουδαίο όνομα δε φέρει. Κι αυτοί τ’ ακούν∙ κορδώνονται κρυφά∙ ποιος ξέρει, λεν, γιατί μου το διαλέξαν, βέβαιοι, ωστόσο, πως σαφώς υπήρχε λόγος. Έτσι μοναδικοί και σπάνιοι σαν τα ονόματά τους νιώθουν ∙ και μακαρίζουν μέσα τους τη μάνα τους, που τέτοιο όνομα επίεσε να έχουν.

Είναι ονόματα που δε γιορτάζουν με τα άλλα.
Τόσο περίεργα κι αλλόκοτα φαντάζουν.

Γιορτάζουν οι φερώνυμοι μόνο τη γέννησή τους. Πόση ηδονή και βάσανος σαν καταρτίζουν λίστες για λίγους φίλους εκλεκτούς. Πόση ηδονή. Πολλοί-στ’ αλήθεια-θα ‘θελαν τέτοιας τιμής να τύχουν. Πόση ηδονή ξεχύνεται μαζί με το μελάνι καθώς την πένα τους κραδαίνοντας τη λίστα συμπληρώνουν. Πόση ηδονή καθώς το ακουστικό σηκώνουν.

Είναι ονόματα που δε γιορτάζουν με τα άλλα.
Τόσο περίεργα κι αλλόκοτα φαντάζουν.

Γιορτάζουν οι φερώνυμοι μόνο τη γέννησή τους. Χρόνο το χρόνο οι εκλεκτοί στις λίστες αραιώνουν. Ίσως, γιατί δεν μπόρεσαν τέτοια τιμή ν’ αντέξουν. Ίσως, γιατί εκλεκτοί ποτέ δεν ήσαν. Με πόση βάσανο οι φερώνυμοι τις λίστες καταρτίζουν, για λίγους φίλους εκλεκτούς. Πόση βάσανος για λίγους φίλους. Πόση βάσανος για λίγους. Πόση βάσανος.

Είναι ονόματα που δε γιορτάζουν με τα άλλα.
Τόσο περίεργα κι αλλόκοτα φαντάζουν.

Γιορτάζουν οι φερώνυμοι μόνοι τη γέννησή τους. Πόση βάσανος τ’ άσπρο χαρτί μπροστά τους. Πόση βάσανος καθώς τ’ ακουστικό σηκώνουν.

«Μάνα, σα σήμερα με γέννησες. Ευχήσου μου χρόνια πολλά, προτού περάσει η μέρα».

Δευτέρα 23 Απριλίου 2007

Της γιορτής



Μη με μαλώσεις που πάτησα τους κήπους σου, δες, δώρα σου κρατώ φρεσκοκομμένα. Ένα κομμάτι ζιπουνάκι βρεφικό και μια σταγόνα γάλα, και μία άναρθρη κραυγή η πρώτη σου, θυμάσαι, και δυο γκαζές τις τύλιξα με μια σταγόνα αίμα, τότε που σκόνταψες σαν έπαιζες τον κλέφτη, πάντα μ’ εκείνους ήσουνα θυμάσαι, και μια σελίδα χειμωνιάτικη, μυρίζει ο βοριάς που τ’ αρνάκια παγώνει, μη φοβάσαι, την άλλη του Γιώργου, του Θαλάσση ντε, την έκρυψα να μην τη δει η μαμά σου και σε μαλώσει και κείνο το ρόδινο στο βάθος είναι της Άννας η ντροπή όταν την πρωτοφίλησες τότε που παίζατε κρυφτό, και ένα φα κι ένα ντο της όμορφης πόλης που λατρεύεις κι ας μην την έκανες ποτέ δικιά σου πριν πέσει η νύχτα, και μέλι ώριμου πεπονιού για τα καλοκαίρια σου με μια ιδέα παγωμένης μπύρας κι ένα κομμάτι θάλασσα μ’ αγκάθια από πουρνάρι, ένα κλωνί βασιλικού κι ένα σκοινί καμπάνας, κι ένα κουμπί πουκάμισου, κείνου του άσπρου της γιορτής, μυρίζει φρέσκο σίδερο, δεν το ‘κοψα όλο το πουκάμισο, πάλι απρόσεχτος ήσουν στην ανάσταση κι έσταξε το κερί κι άλλα κι άλλα κι άλλα, στροφές από ζεϊμπέκικα και γροθιές σφιγμένες μία η ντουντούκα τέσσερις εμείς, μιας ζωής χρώματα και μουσικές κι αγγίγματα και μυρωδιές και γεύσεις, πρωί-πρωί σεργιάνισα και τα ‘κοψα και ήρθα στο κατώφλι. Μα συ δεν άνοιξες. Κρίμα. Κρίμα, λέω, που δε γιορτάζεις σήμερα

Πέμπτη 19 Απριλίου 2007

Στο κέντρο της γης



Τελειώσαμε λοιπόν, αυτό ήταν. Τι να λέμε τώρα. Τι άλλο να πούμε, τι άλλο να πω που κοιτώ γύρω και δεν υπάρχει τίποτα, τίποτα. Μεγάλωσε η τρύπα, αυτό είναι. Δεν το ‘ξερα σαν ξεκίνησα το ταξίδι. Μεγάλωσε η τρύπα κι η ευρυχωρία της σκόνη γεμίζει. Τόση ασφυξία. Πνίγομαι στη στεριά. Έπρεπε να το φανταστώ, ίσως. Στο κάτω-κάτω ποτέ δε μ’ άρεσε ο Ιούλιος όταν ταξίδευε στα έγκατα της γης.

(Χαρακτική: Χρήστος Σανταμούρης)

Τετάρτη 18 Απριλίου 2007

Η θυσία


Και πως δεν είναι η πρώτη; Ποιος θα τ' αρνηθεί;
Τι πρέπει στη γυναίκα την ασύγκριτη;
Πώς θα ‘δειχνε καλύτερα πως αγαπά
τον άντρα της παρά γι' αυτόν πεθαίνοντας;
Κι αυτά καλά τα ξέρει κι όλη η χώρα πια.
……………………………………………
Σαν είδε αυτή πως έφτασεν
η στερνή μέρα, με τρεχούμενα νερά
τ' άσπρο της δέρμα λούζει, κι από κέδρινες
κασέλες βγάζει ρούχα και στολίσματα
κι όμορφα εσιγυρίστη κι αφού στάθηκε
μπρος στην Εστία προσευχήθη λέγοντας:
«Δέσποινα, εγώ στον Άδη πάω …»

( Ευριπίδη, Άλκηστις. Μετάφραση: Δημ. Σάρρος)


Σιγά μην πέθανα για σένα. Την ευκαιρία σου την είχες και την έχασες. Ναι, εγώ είπα, θα πεθάνω για σένα. Μα εσύ, εσύ που τόσο αγάπησα, πώς, πες μου πώς τ’ αποφάσισες ζωή χωρίς αγάπη να τη ζήσεις; Για μένα πέθανα, τ’ ακούς, για μένα. Γιατί δεν καταδέχτηκα στο πλάι ενός ανάξιου να ζήσω. Για μένα πέθανα, τ’ ακούς, για μένα. Για να σε βλέπω και να χαίρομαι το θλιβερό σαρκίο σου να σέρνεις στους αιώνες περιφρονημένο, αυτό ναι, αυτό το σαρκίο που με τόσο κόπο υπερασπίστηκες. Για μένα πέθανα, για μένα. Για να σε βλέπουν να περνάς τα κορίτσια στη γειτονιά και να χασκογελάνε, για ιδέστε τον τον άντρακλα, και να σε φτύνουν, να φτύνουν και να γίνεται το σάλιο τους μάθημα, όχι για σένα μη φοβάσαι, ξέρουμε δα πως δεν κολλάν τα σάλια στους καθρέφτες, μα για κείνα, να μάθουν ν’ αποφεύγουν τα σκυλιά. Σιγά. Σιγά μην πέθανα για σένα. Για μένα πέθανα, για μένα, τ’ ακούς, για μένα, γιατί εσύ δε μου ‘πρεπες. Κάλλιο ο χάρος άντρας μου, παρά ένας Άδμητος.

(Η φωτογραφία από την παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων, Άλκηστις)

Δευτέρα 16 Απριλίου 2007

Η Μήδεια



Μη ρωτάς, κοιμήσου, όλα καλά, όλα καλά, σου έλεγα θυμάσαι, κι άλλες φορές, κρυώνω, σου έλεγα και σ’ έσφιγγα με δύναμη, θυμάσαι, βρέχει σου έλεγα, βρέχει πολύ κι ήρθα να μη φοβάσαι τις βροντές, έτσι σου έλεγα, θυμάσαι, έβλεπες όνειρο κακό και φώναξες σου έλεγα, θυμάσαι, που ανάσαινα με τις ανάσες σου ένα δύο, ένα δύο, ένα δύο, θυμάσαι, που κοιμόσουν εσύ και δεν κοιμόμουν εγώ, θυμάσαι; Ορκίσου μου, ορκίσου, ορκίσου πως δε θυμάσαι, ορκίσου μου ποτέ να μη ρωτήσεις τι ήθελα στο πλάι σου τις νύχτες, ορκίσου μου να πεθάνω ήσυχη, αχ, και να ‘ξερες πόσο πρέπει μου στην κόλαση να πάω γι’ αυτές τις νύχτες τις βαριές που απόθεσα στους ώμους σου τον τρόμο μου, η σκύλα μάνα, για τίποτα άλλο, στην κόλαση μόνο γι’ αυτές τις νύχτες της ντροπής μου η σκύλα μάνα κοριτσάκι μου, γι αυτές τις νύχτες, κοριτσάκι μου, η σκύλα μάνα, ποιος είπε πως Μήδειες γίνονται οι μάνες από έρωτα, κοριτσάκι μου, ποιος το ‘πε;

(Κώστας Τσόκλης, Μήδεια)

Κυριακή 15 Απριλίου 2007

Μ' άσπρο γάντι, καθαρό...



Μ’ αρέσει στην αγκαλιά σου, Ζωζώ, πάντα μ’ άρεσε, ηρεμώ στην αγκαλιά σου, δεν περιμένεις τίποτα από μένα, όλοι οι άλλοι περιμένουν, χαμάλης προσδοκιών έχω γίνει, τέτοιος ήμουνα μια ζωή, θα μου πεις γιατί τον δέχτηκες το ρόλο, τι ρωτάς ρε Ζωζώ, αφού το ξέρεις οι κακοί ηθοποιοί δεν επιλέγουν τους ρόλους τους, οι ρόλοι τους επιλέγουν και σε σένα ναι, μπορώ να το πω Ζωζώ, ηθοποιός β’ διαλογής ήμουν πάντα, μην κοιτάς που παριστάνω τον πολύξερο, την τύφλα μου ξέρω, αλλά ένα πράγμα το ξέρω καλά, ξέρω πού με παίρνει και πού όχι, την κρύβω καλά την αμάθειά μου εγώ, τους αποφεύγω αυτούς που ξέρουν, τους αποφεύγω όπως ο διάολος το λιβάνι, δεν είναι που δεν τους θαυμάζω ρε Ζωζώ τους πολύξερους, αλλά ξέρω πως αυτοί ξέρουν ενώ εγώ δεν ξέρω και ξέρω πως είναι πολύ εύκολο να ξέρουν πως εγώ δεν ξέρω, κι ύστερα, ναι, β’ διαλογής ηθοποιός, αλλά μου πάνε οι μάσκες και τους φοβάμαι γιατί είναι πολύ εύκολο να βλέπουν κάτω απ’ αυτές, με ξεγυμνώνουν οι ματιές τους, αλλά, γαμώτο τους ζηλεύω, ρε Ζωζώ, τους ζηλεύω, μα την Παναγία, τους ζηλεύω που ξέρουν όσα δεν κατάφερα να μάθω σ’ όλη μου τη ζωή, τους ζηλεύω που αντιστέκονται ρε Ζωζώ, πώς τα καταφέρνουν κι αντιστέκονται μου λες, ποτέ μου δεν το κατάφερα αυτό, τι μάνα τους γέννησε τους καργιόληδες κι αντιστέκονται έτσι, μπορείς να μου πεις; Μην απαντάς ρε Ζωζώ, μην απαντάς, γι’ αυτό μ’ αρέσεις γιατί δεν έχεις απαντήσεις, γιατί πονάνε οι απαντήσεις Ζωζώ, πονάνε οι απαντήσεις, Ζωζώ μου, πονάνε οι γαμημένες…

(Ν. Εγγονόπουλος: Το κοστούμι του Μακχήθ, για την Όπερα της Πεντάρας του Μπρεχτ)

Παρασκευή 13 Απριλίου 2007

Κλεψιές



Ερχόταν συχνά, αρκετά συχνά…για το Όνειρο μιλάω. Πάντα να κλέβω και πάντα να με πιάνουν. Την τελευταία στιγμή. Οι τόποι περίεργοι, χωμάτινα μονοπάτια, μοναχικά λιμάνια, έρημοι έρημοι, απέραντες χωματερές, μάντρες με υλικά από κατεδαφίσεις, τα λάφυρα πάντα παλιά, πάντα παραπεταμένα, μισοκατεστραμμένα, άχρηστα για τους πολλούς και πάντως σίγουρα άχρηστα για τους ιδιοκτήτες τους που τα είχαν ξεφορτωθεί. Ανάπηρες κούκλες πορσελάνινες, κάρτες παλιές, από τη Βιέννη με αγάπη, κομμάτια ξύλου από έπιπλα σκαλισμένα στο χέρι, κι άλλα ζωγραφιστά, χόρευαν το ουρανί με την ώχρα και το κεραμιδί, να ‘ταν από κάρα άραγε; φωτογραφίες με την απόχρωση της σέπιας και τεράστια να με θυμάσαι χαμόγελα κοντυλογραμμένα, κι άλλες μόνο μάτια μ’ ομπρέλες φρύδια γαϊτάνια , βιβλία ή τετράδια ξεθωριασμένα με καλλιγραφίες μιας άλλης εποχής, φαγωμένα στις άκρες, δέρμα και φτερά διάφανα τζιτζικιού που έπαψε να τερετίζει, γύριζες τις σελίδες τους κι έλεγες τώρα θα διαλυθούν, ρόπτρα χάλκινα και πήλινα ακροκέραμα και κάπου-κάπου, αν ήμουν τυχερή, καμιά πόρπη αλπακένια, απ’ αυτές που στόλιζαν τις σέλλες των αλόγων οι μερακλήδες. Τα διέκρινα, έσκυβα, αφού πρώτα κοίταζα τριγύρω, τι φοβόμουν, άραγε, αφού κανείς δεν υπήρχε, τι φοβόμουν, αφού ήμουν σίγουρη ότι δεν άξιζαν τα ευρήματα, ή μήπως άξιζαν, κι επιτέλους, τα κρατούσα στα χέρια μου. Τρέμοντας από προσμονή, απομάκρυνα τις σκόνες και τα χώματα με την άκρη του φουστανιού και, σφίγγοντάς τα στον κόρφο μου, έστρεφα να φύγω, φτιάχνοντας ήδη σενάρια, θα γύριζα σπίτι, θα τα περιποιόμουν κι εκείνα θα με αντάμειβαν, θα μου μιλούσαν ιστορίες ανθρώπινες, θα μου γνώριζαν αυτούς που κάποτε τα αγάπησαν και έπαιξαν μαζί τους και έκλαψαν μαζί τους, γιατί όλα τα έβλεπαν τα αντικείμενα, είχαν ψυχή και ένοιωθαν, ήταν εκεί στα καλά και τα κακά, σιωπηλοί παρατηρητές κι αδιάψευστοι μάρτυρες ζωών που πέρασαν κι έφυγαν…

Έστρεφα να φύγω. Και ξαφνικά, κόσμος από το πουθενά πλημμύριζε τις ερημιές. Προχωρούσαν προς το μέρος μου, και μ’ έδειχναν με το δάχτυλο φωνάζοντας, κλέφτρα κλέφτρα κλέφτρα, κι είχαν όλοι άποψη, όλοι, όλοι, ακόμη και τα μικρά παιδιά είχαν άποψη κι ορκίζονταν ότι με είδαν να κλέβω, να κλέβω, αυτοί που δεν υπήρχαν ως τότε, αυτοί, που όσο έψαχνα ήταν απόντες, αυτοί, που ακόμη κι αν είχαν δει όσα βρήκα, τα παράτησαν, τα προσπέρασαν, αυτοί οι ψεύτες με τα οργισμένα και περιφρονητικά βλέμματα, κι εγώ οπισθοχωρούσα τρομοκρατημένη και γεμάτη ενοχές, όχι γιατί έκλεψα, αλλά γιατί με έπιασαν, υποχωρούσα μπροστά στους χωρίς κουκούλες κουκουλοφόρους, κι αυτοί όλο έρχονταν κι εγώ όλο υποχωρούσα κι η βοή δυνάμωνε κλέφτρα κλέφτρα κλέφτρα και ξυπνούσα κάθιδρη…

(Πίνακας, Σπύρος Βασιλείου, Τέλος Εποχής)

Gericault Jean-Louis-Thiodore


Τετάρτη 11 Απριλίου 2007

Θάλασσα



Βρες τις λέξεις σου, μου έγραψες, εύκολο νομίζεις πως είναι να βρω τις λέξεις μου, γράφω γράφω γράφω, κι άλλο τίποτα δεν κάνω παρά να γεμίζω κύματα τη θάλασσα, αυτό κάνω, μια θάλασσα γεμίζω με κύματα και με τραβάνε μακριά από τη στεριά , μια θάλασσα και πνίγομαι μέσα της, ποτέ δε φτάνω πουθενά, απομακρύνεται η στεριά και νυχτώνει και θυμάμαι, ναι, που είπες για κεντίδια, ένα χρυσό κι άλλο χρυσό οι λέξεις σου, είπες, και νάτο το αστέρι, γεμάτη αστέρια είναι η νυχτιά μα κανένα κεντημένο απ’ το χέρι μου, κανένα δεν αναγνωρίζω, κανένα πυξίδα μου κι η στεριά χάνεται, διάβασμα μου έγραψες σου λείπει, το θυμάμαι καλά, και διαβάζω διαβάζω διαβάζω άλλων λέξεις, πλατιές και βαθιές και γίνονται κι αυτές θάλασσα και με παρασέρνουν στα βάθη τους, καμιά δικιά μου σχεδία να με σώσει και περνάει ο χρόνος και διψώ διψώ διψώ και σκέφτομαι πως θες να βρω τις λέξεις μου, έτσι εύκολα θαρρείς πως βρίσκονται οι λέξεις, ποιες λέξεις, εδώ γράμματα ψάχνω και δε βρίσκω, διψώ και πνίγομαι στην αλμύρα, γράμματα ψάχνω και δε βρίσκω, διψώ και δε βρήκα ακόμη ούτε 2Η ούτε 1Ο να ξεδιψάσω, μηδέν και στη Χημεία και στις λέξεις.

(Πίνακας: Γιώργος Στεφανάκις, Θάλασσα)

Τρίτη 10 Απριλίου 2007

Στο Μπιζάνι μπι μπι μπι...

Ψαρά μαλλιά, γαλάζια μάτια, το παντελόνι ανασηκωμένο, ποτέ κάλτσες, το πουκάμισο ξέζωστο αιωνίως, τον άκουγα να τραγουδάει κάθε που πήγαινα στο χωριό, Στα Πεστά και στο Μπιζάνι, μπι μπι μπι, τα κανόνια ήταν το μπι, εφτά μπι ήταν, τα μετρούσα κάθε φορά, κόβω αρκετά για την οικονομία του πράγματος, μάνα μου τι κρύο κάνει, μπι μπι μπι πέφτουν τα κανόνια, συνέχιζε, πέφτουν τα κανόνια, Ένα γράμμα θε να γράψω, μπι μπι μπι, τα κανόνια κατάλαβες, έπεφταν τα κανόνια, εξηγούσε, και τους φίλους μου να κλάψω μπι μπι μπι κι εκεί ράγιζε η φωνή του και ποτέ δεν απόσωσα να μάθω το τραγούδι, όλο σ’ εκείνο το μπι των κανονιών που πέφτουν μετά το γράμμα στους φίλους σταματούσε, παρακάτω δεν είχε, κοίταζα τα μπλε του μάτια μα εκείνα κοίταζαν αλλού, καρφωμένα ένας θεός ξέρει πού, λες κι αποσυρόταν, αποσυρόταν ναι, τη βρήκα εύστοχη τη λέξη μεγαλώνοντας, αποσυρόταν σ’ ένα κόσμο έπους και δακρύων, σ’ ένα κόσμο ολότελα δικό του, σ’ ένα κόσμο από μπι μπι μπι κανόνια που πέφτουν κι από φίλους που κλαίνε για τους φίλους και μας έκλεινε όλους απ’ έξω, ο θείος μου, ο αδελφός του παππού μου, ο Κωτσοζήκος, πάει να πει ο Κώστας, του Ζήκου ο γιος.

Όλο το χωριό τον κορόιδευε τον αλαφροΐσκιωτο που δεν παντρεύτηκε ποτέ του, σαλεμένος ήταν ο έρμος, τον έπαιρναν τα παιδιά στο κατόπι φωνάζοντας μπι μπι μπι, γύριζε τα αγριοκοίταζε, πέφτουν τα κανόνια διευκρίνιζαν τα παιδιά, δάκρυζε εκείνος μαλακωμένος, γελούσαν τα παιδιά, δάκρυζε εκείνος, πέφτουν τα κανόνια μπι μπι μπι, έστρεφε την πλάτη κι έφευγε, δεν τα πείραξε ποτέ, ο Κωτσοζήκος τούτο, ο Κωτσοζήκος τ’ άλλο, πηγαινοέρχονταν οι ιστορίες για τον τρελό στα στόματα των χωριανών με γέλια, τι έχει, ρωτούσα, πώς το έπαθε, ποιος ξέρει, κανείς δεν ήξερε να πει, δεν ήταν πάντα έτσι, πότε το έπαθε, κανείς δε θυμόταν, μεγάλωσα χωρίς να μάθω ποιος ήταν ο κρίκος που τον ένωνε με το Μπιζάνι, με το γράμμα, με τα κανόνια που έπεφταν, κρίμα από μια άποψη, γιατί εκείνο το μπι μπι μπι, ποτέ από το μυαλό μου δεν έφυγε, τελευταία μάλιστα σα να ακούω κι εγώ κανόνια να πέφτουν μπι μπι μπι και φοβάμαι, μπι μπι μπι, φοβάμαι γιατί αποσύρομαι κι εγώ, φοβάμαι γιατί ήταν θείος μου από παππού ο Κωτσοζήκος, μπι μπι μπι και είναι κι αυτό το θέμα της κληρονομικότητας που με απασχολεί μπι μπι μπι, φοβάμαι που ακούω κανόνια να πέφτουν, μπι μπι μπι, φοβάμαι που πληθαίνουν, μπι μπι μπι, φοβάμαι και γράφω γράμματα στους φίλους μου μπι μπι μπι για να κλάψω μπι μπι μπι, εγώ το εγγονανήψι του Κωτσοζήκου, μπι μπι μπι, εγώ ο Γιωργοζήκος, μπι μπι μπι, ο Γιωργοζήκος, πάει να πει ο Γιώργος, του Ζήκου ο γιος.
(Ο πίνακας "το Μπιζάνι" είναι της Θάλειας Φλωρά Καραβία)

Κυριακή 8 Απριλίου 2007

Ατάκτως



Λίθοι πλίνθοι κέραμοι ατάκτως ερριμμένα όλη της η ζωή, κάτι πήγε στραβά, κάτι πήγαινε στραβά, ήταν φανερό, λίθοι και πλίνθοι και κέραμοι, άψυχα θα πεις, αλλά φωνή είχαν και κραύγαζαν τα άψυχα, κάπου έκανες λάθος, κάπου έκανες λάθος, χρόνια τώρα προσπαθούσε να βρει το λάθος, δεν τα κατάφερνε, ατάκτως οι αποφάσεις, με τάξη οι υποχωρήσεις, ή ανάποδα συνέβαιναν τα πράγματα, δεν ήξερε, ατάκτως όλα στο μυαλό της, δεν μπορούσε να διακρίνει σε ποια στροφή ξέφυγε το τιμόνι απ’ τα χέρια της, παλιότερα αναρωτιόταν αν είχε ποτέ τιμόνι στα χέρια της, κάποτε μάλιστα αναρωτιόταν αν είχε δρόμο, τώρα τελευταία έπαψε να αναρωτιέται και γι αυτό, άχρηστα αποδείχτηκαν όσα χρήσιμα νόμιζε, χρήσιμα τα άχρηστα, στραβός γιαλός, στραβά αρμένιζε, δεν ήξερε, κουβάρι όλα, κουβάρι όλα, κι εκείνος ο πίνακας…Σηκώθηκε, ίσιωσε τον πίνακα στον τοίχο, οπισθοχώρησε, λίθοι πλίνθοι κέραμοι ατάκτως ερριμένα στα πόδια της, σκόνταψε, τον κοίταξε, εκείνη στο πάτωμα, ο πίνακας ακριβώς στη θέση που έπρεπε, έκτακτα, σκέφτηκε, έκτακτα, όλα καλά, σκέφτηκε, όλα καλά...

Παρασκευή 6 Απριλίου 2007

Τετέλεσται



Όπου να ‘ναι έβγαινε, το τρίτο κουδούνι δεν το είχε ακούσει, ποτέ δεν το άκουγε, αλλά ένιωθε πως ήταν η ώρα, το κοινό αδημονούσε, τον έπνιγαν οι ανάσες τους, τετέλεσται, ούρλιαξε, τετέλεσται, τίποτα δεν ακούστηκε, χρόνια τώρα δεν ακουγόταν τίποτα, έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, ίσιωσε το στεφάνι, ανάσανε μια δυο τρεις, άνοιξε την πόρτα του μπάνιου κι έριξε για άλλη μια φορά την πρώτη ατάκα του έργου: καλημέρα.

Πέμπτη 5 Απριλίου 2007

Τετέλεσται.


Τετάρτη 4 Απριλίου 2007

Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας...



Α, ρε Ζωζώ, ποιος να το έλεγε πως θα ‘σκυβα μια μέρα να φιλήσω τα πόδια σου τρέμοντας, ποτέ μέχρι τώρα δε φίλησα τα πόδια σου, Ζωζώ, ποτέ δε θυμάμαι να σε φίλησα πουθενά, εδώ που τα λέμε, μόνο εκείνη φιλούσα, μόνο εκείνη φιλούσα και μέχρι εκεί, τα υπόλοιπα μαζί σου, Ζωζώ, εκείνη ήταν κορίτσι καλό, τη σεβόμουνα, εσένα σε έχυνα μόνο, κι εσύ με χάιδευες και ψιθύριζες, ησύχασε, μέχρι να ηρεμήσω, θυμάσαι; Ποτέ δε γέλασες μαζί μου, Ζωζώ, στο χρωστάω αυτό, πολλά σου χρωστάω, μόνο ένα παράπονο σου έχω, δε μου μιλούσες, Ζωζώ, δε μου μιλούσες, σε κανέναν δε μιλούσες, κι ας σε παίρναν με τις πέτρες τα παιδιά στη γειτονιά, δε μίλησες κι όταν σου είπα πως παντρεύομαι τη Μαρία, ενώ το ‘ξερες, Ζωζώ, το ήξερες πως το στεφάνι με τις Μαρίες αυτού του κόσμου πληρώνεται ακριβά, πιο ακριβά από τα τάλιρα που σου σκάγαμε τότε, γιατί έχουν ήθος οι Μαρίες αυτού του κόσμου, Ζωζώ, και το εξαργυρώνουν ακριβά το ήθος τους, έχουν ήθος, Ζωζώ, σ’ έναν τ’ ανοίγουν αμίλητες τα πόδια τους, όχι σε πολλούς όπως εσύ, είναι κυρίες αυτές, έχουν ένα όνομα στην κοινωνία, τα τάλιρά τους σιγουριά και ασφάλεια τα λένε, γι’ αυτά πουλιούνται, όχι για ένα κομμάτι ψωμί, όπως εσύ, γι’ αυτά ξεπουλιούνται πουλώντας αγάπη, και κοίτα, συγχώρα με, Ζωζώ, συγχώρα με για όλα, συγχώρα με που χτες το βράδυ ήπια λίγο παραπάνω και δε συγκρατήθηκα και την είπα πουτάνα, συγχώρα με, Ζωζώ, που σ’ έβρισα, συγχώρα με, Ζωζώ, δεν έπρεπε, έχουν αξιοπρέπεια οι πουτάνες, δεν κοροϊδεύουν, κι άσε με να πλύνω τα πόδια σου, αυτά τα τίμια πόδια, μύρο δεν έχω, δάκρυα έχω, σου φτάνουν; Το ξέρω πως σου φτάνουν, έτσι ρωτώ, για ν’ ακούσω γι’ άλλη μια φορά τη φωνή σου να μου λέει, ησύχασε, όπως τότε, αχ, ρε Ζωζώ, λεηλατημένη μου Kυρία Ζωζώ…

Δευτέρα 2 Απριλίου 2007

Οι επιτάφιοι...


Μ’ αρέσουν οι επιτάφιοι, μ’ αρέσουν, ο κόσμος προχωρά και δε ρωτά πολλά, το νου του έχει στο κερί μην του σβηστεί και πώς αργότερα τον τοίχο θα μαυρίσει, μ’ αρέσουν οι επιτάφιοι, μ’ αρέσουν, ο κόσμος προχωρά και τραγουδάει, στο νου του μόνο η δική του η φωνή, μη φάλτσο καταστρέψει τις λέξεις τις σεβάσμιες και το μέλος, μ’ αρέσουν οι επιτάφιοι, μ’ αρέσουν, που είν’ όλοι δακρυσμένοι και δε ρωτά κανείς κανέναν και ποτέ γιατί δακρύζει, ευκολονόητες οι απαντήσεις σ’ όλους, μ’ αρέσουν οι Επιτάφιοι, μ’ αρέσουν, εκεί, τουλάχιστον, σαν κλάψεις, την ώρα που σε πνίγουν οι λυγμοί, σκαρώνεις και εικόνα για τους έξω, τι πάθος, σχολιάζουνε οι δίπλα, και πόσο έντονα τη σταύρωση θρηνεί. Άντε να εξηγήσεις στον καθένα πως άλλες άνοιξες, άλλα πάθη, άλλα χαμένα σου, πενθείς.

Κυριακή 1 Απριλίου 2007

Κρυφτό


Στην αγκαλιά της Λόλας και του μήλου της, στο μπλε της ποδιάς και στο άσπρο του κεντημένου της γιακά, κρύβομαι. Στο κουτσό της γειτονιάς και στο φτου ξελευτερία
και στου παγωτατζή τη ρόδα, κρύβομαι. Στους ψιθύρους των γονιών τα μεσημέρια και στ’ αγιόκλημα του δειλινού, κρύβομαι. Στο βάθος της πλατείας με τη μπάντα και στο ροζ του μαλλιού της γριάς κρύβομαι. Κι ύστερα, στο ροδόχροο της αυγής και στου Έκτορα, όχι του Αχιλλέα, με προσέχεις; στου Έκτορα το βλέμμα και στο τριαντάφυλλο το πιο αγαπημένο της ρεγγίνας, κρύβομαι. Στο σκοτεινό του χορού που ποτέ δε με χόρεψες, και στο φιλί του μπουκαλιού που ποτέ δε μ’ ευνόησε, κρύβομαι. Κρύβομαι, αφού ο κόσμος τούτος μ’ αγριεύει και γέμισαν τα σπίτια τοίχους υγρούς και πόρτες γκαστρωμένες, άλλο δε μου μένει απ’ το να κόψω τις γωνίες μου και να κρύβομαι σ' ό,τι αγάπησα, ένα μικρούλι όμικρον, ένα μικρούλι όμικρον, ένα ομικράκι ποιος το προσέχει;