Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2007

Του θαλάμου 5



Δεν ξέρω πώς έγινε. Εγώ να χορέψω ήθελα. Τίποτα άλλο. Να χορέψω. Και ένα και δύο και τρία και…blaunen Donau. Χόρευα πολύ, παλιά. Πολύ παλιά. Με άλλον. Τώρα έχω χρόνια να χορέψω. Με άλλον. Μόνη μου όμως, πολύ. Και ένα και δύο και τρία και blaunen Donau. Δε στο είχα πει, ε; Χορεύω και μόνη μου, ναι. Παίρνω την καρέκλα και ένα και δύο και τρία, χορεύω. Μακριά απ’ τον καθρέφτη χορεύω. Τον αποφεύγω τον καθρέφτη. Χθες, δεν ξέρω τι έγινε. Δεν πρόσεξα, μάλλον. Το παράκανα, μάλλον. Και ένα και δύο και τρία και blaunen Donau. Παρασύρθηκα. Βρέθηκα μπροστά του και με είδα. Με την καρέκλα στο χέρι. Όρμησε ο Δούναβης και με ξέβρασε στο πάτωμα, σπασμένα γυαλιά και πάνω τους εγώ, αμέτρητα γυαλιά και πάνω σε όλα εγώ, με μια καρέκλα στο χέρι. Με μια καρέκλα στο χέρι. Στα σπασμένα γυαλιά. Άρπαξα ένα, το κράτησα σφιχτά, αγαπησιάρικα το κράτησα και συνέχισα να χορεύω σχηματίζοντας και ένα και δύο και τρία τα βύματα του Δούναβη. Blaunen Donau. Στο χέρι μου.

Πίνακας: Κυριάκος Κατζουράκης, Χωρίς Τίτλο, λάδι σε κόντρα πλακέ.

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2007

Του θαλάμου 4



Φύγε, μάνα! Μη με κοιτάζεις έτσι. Φύγε. Δεν πονάω σου λέω, είμαι καλά, τι άλλο θέλεις; Φύγε και μην ανησυχείς. Άλλη φορά θα προσέχω. Ούτε που ξέρω πώς κουτρουβαλιάστηκα στις σκάλες. Νερό κατέβηκα να πιω, σκοτάδι, παραπάτησα. Άλλη φορά θα προσέχω. Θα γιάνει το πλευρό, είπανε. Φύγε, τα παιδιά θα γυρίσουν όπου να ‘ναι, να βρουν κάποιον στο σπίτι, ο πατέρας τους στη δουλειά. Είμαι καλά, πες. Να μην έρθουν να με δουν, πες, δε χρειάζεται να με δουν έτσι, όχι, αυτό μην τους το πεις, δεν επιτρέπονται οι επισκέψεις, πες, δε χρειάζομαι τίποτα να τους πεις. Τίποτα δε χρειάζομαι. Και πάψε να με κοιτάζεις. Όλα καλά είναι. Κι εγώ καλά είμαι. Και το μάτι μου θα γιάνει. Δεν ξέρω πώς χτύπησε αυτό. Στο κάγκελο της σκάλας, μάλλον. Όχι, δεν πονάει, φύγε. Φύγε, μάνα, φύγε σου λέω, και μη με κοιτάζεις. Μη με παιδεύεις, σ’ εξορκίζω, φύγε. Φύγε, μάνα. Φύγε. Φύγε, όπως έπρεπε να φύγεις και τότε που σε παρακαλούσα να μείνεις, θυμάσαι; Θυμάσαι; Είχες μαζέψει τα ρούχα σου να φύγεις, αποφασισμένο το ‘χες, και στεκόμουν δίπλα στο σάκο, μια χαψιά μπροστά στο σάκο κι έκλαιγα και παρακαλούσα, μη φύγεις μάνα, έλεγα, μη φύγεις. Κι έκλαιγες κι εσύ. Κι εσύ σε κάποιο κάγκελο είχες χτυπήσει την προηγούμενη νύχτα, θυμάσαι; Σε παρακαλούσα να μη φύγεις και δεν έφυγες. Κι εγώ έπαψα να κλαίω. Εσύ δεν έπαψες. Θυμάσαι; Εγώ το θυμάμαι καλά. Πιο πολύ τώρα το θυμάμαι. Όσο περνούν τα χρόνια, το θυμάμαι. Σε παρακάλεσα να μη φύγεις και δεν έφυγες. Για μένα δεν έφυγες. Έπρεπε να φύγεις, μάνα, τότε, δεν έπρεπε να με ακούσεις τότε, συγχώρα με που στο ζήτησα, εγωιστικά φέρθηκα μα δεν ήξερα, δεν ήξερα τότε, έπρεπε να φύγεις. Δεν ήξερα τότε. Μα τώρα φύγε. Εσύ μπορείς να φύγεις, εγώ δεν μπορώ. Φύγε, τούτη τη φορά μάνα, και μη με κοιτάζεις έτσι, σε ικετεύω. Και πάψε να ρωτάς, δεν το αντέχω. Πάψε να ρωτάς. Και φύγε.

Πίνακας: Νίκος Νικολάου, Κεφαλή

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2007

Του θαλάμου 3 και κάτι



Καλά τα πήγαινα, καλά. Κι όλα τα λόγια πού ‘πρεπε του τά ‘χα ειπωμένα. Πως η ζωή δε χάνεται, επέμενα. Πως όλα μια συνήθεια είναι. Και κείνος κοίταζε τα μάτια μου, να δει αν είναι αλήθεια όσα λέω. Δασκαλεμένα ώρες πριν αυτά, στο ύψος τους σταθήκαν, δε με δώσαν. Τότε αυτός χαλάρωσε, φαίνεται πως τα λόγια μου κάπως τον ηρεμήσαν, έγειρε πίσω κι έκανε το χέρι του να ξύσει. Το χέρι του; Ποιο χέρι του; Συνάντησε αέρα. Και πάλι πανικόβλητος γύρισε προς τα μένα. Κι ανάθεμά με, τά ‘χασα. Δεν το ‘χα στο σενάριο το ξύσιμο. Ποιος τον παλεύει τέτοιον αυτοσχεδιασμό; Πιαστήκανε τα μάτια μου αδιάβαστα, στο ανύπαρκτό του χέρι καρφωμένα. Κι όσο κι αν πάσχιζα αλλού να τα γυρίσω, αυτά εκεί. Ξεστράτιζαν και βούρκωναν κι αρχίσανε αλήθειες να ξερνάνε. Πόσο λυπάμαι για τη ζωή του που έχασε, είπαν. Και πόσο πολύ χαίρομαι που δεν είμαι στη θέση του, είπαν. Κι ότι παρακαλώ τη γη ν’ ανοίξει να με καταπιεί του είπαν, δεν το ‘κρύψαν. Όλα τα είπαν, όλα. Κι αυτός κοιτούσε αμίλητος τα μάτια που μιλούσαν. Τύψεις γεμάτος για το χρέος που δεν έκανα, σηκώθηκα και έφυγα. Αέρας έγινα. Τύψεις γεμάτος. Μα τι τα θες; Όσο τα πόδια μου κατάπιναν διάδρομο, το ένα μου χέρι άρρωστα ψαχούλευε τον ώμο, θέλοντας να σιγουρευτεί πως τ’ άλλο ήταν εκεί.

Πίνακας: Ευαγγελία Πίτσου, άτιτλο

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2007

Του θαλάμου 3



Και πήγανε οι πρόβες μου χαμένες. Όλα κανονισμένα τα είχα. Τα μάτια καρφωμένα στα μάτια του. Μόνο. Και τα λόγια και οι παύσεις προβαρισμένα κι αυτά στην εντέλεια. Όλα στη θέση τους. Κι όλα καλά. Κι έφτασε ένα ξύσιμο να τα τινάξει όλα στον αέρα. Ανέτοιμο με τσάκωσε ο αυτοσχεδιασμός του. Δεν το ‘χα στο σενάριο αυτό. Τα μάτια μου αδοκίμαστα παρά τις δοκιμές βρεθήκανε κι αμέσως ξεστρατίσανε κι άρχισαν να ξερνάνε. Οι προδότες. Πόσο πολύ λυπάμαι, που έχασε τη ζωή του, λένε. Και πόσο χαίρομαι που δεν είμαι στη θέση του, λένε. Και πόση ανακούφιση νοιώθω, που δεν είναι κανείς απέναντί μου, να προσπαθεί να με πείσει πως τίποτα δεν άλλαξε, λένε. Όλα τα λένε κι όλα τα κατάλαβε και πήγαν τόσες πρόβες στράφι. Για ένα ξύσιμο. Και τώρα τι να πω, που περιμένει να μιλήσω; Να πω τι για να γεμίσω το κενό; Και πώς με λόγια τα μάτια μου να βγάλω ψεύτες; Είναι κι εκείνος ο ορός που σιγοστάζει. Με εμποδίζει να συγκεντρωθώ. Δεν έχει ο θάλαμος υποβολέα; Κανείς δεν είναι να με διώξει από δω; Αμέσως πρέπει. Τώρα. Προτού τα μάτια μου μιλήσουν για το χέρι μου και πόσο τυχερός είμαι που το ‘χω. Κι ας με τρώει.

Πίνακας: Ευαγγελία Πίτσου, άτιτλο