Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2007

Του θαλάμου 2



Δυο ζιπουνάκια, τρεις πάνες κι ένα φυλαχτό. Μ’ αυτά ήρθα. Και μ’ αυτά φεύγω. Δυο ζιπουνάκια, τρεις πάνες κι ένα φυλαχτό. Και με δυο χέρια άδεια ήρθα κι ένα στήθος βαρύ. Και μ’ αυτά φεύγω. Με δυο χέρια άδεια κι ένα στήθος βαρύ. Γιατί στόμα να το βυζάξει, ο Θεός σου δεν μ’ άφησε να έχω. Το χρειάστηκε, λες. Το δικό μου το παιδί το χρειάστηκε ο Θεός σου, λες. Και καλά που πρόλαβες και μεσολάβησες και το ‘σωσες από την αμαρτία, λες. Που ανάσανε. Μια ανάσα, δυο ανάσες, τρεις. Αμαρτίες. Κι ύστερα τίποτα. Και πως είναι αγγελούδι τώρα, λες. Τώρα. Γιατί προλάβατε και το βαφτίσατε, λες. Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, το παιδί μου πέθαινε κι εσύ στρατολογούσες αγγελούδια. Υποκριτές. Κι εσύ κι ο Θεός σου. Έχε χάρη. Έχε χάρη που δεν ένοιωθα τι κάνανε πίσω από την πλάτη μου. Μα τώρα μάζεψέ τα και φύγε. Κι έχε χάρη. Έχε χάρη που πέθανα κι εγώ μαζί και δεν έχω δύναμη ούτε να φτύσω. Παρηγοριές δε θέλω. Δυο ζιπουνάκια, τρεις πάνες κι ένα φυλαχτό. Μ΄ αυτά ήρθα, μ’ αυτά θα φύγω. Πιπίλα δε χρειάζομαι.

Πίνακας: Γιάννης Μόραλης

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2007

Του θαλάμου



Έλα πιο κοντά, δεν μπορώ να μιλάω δυνατά, δεν είμαι καλά σήμερα. Κι ύστερα όπου να ναι θα ‘ρθει, έχει πάει να τηλεφωνήσει. Τώρα που ‘μαστε μόνες, άκουσέ με. Άκουσέ με. Μπροστά τους παριστάνει την καλή μα, σα φεύγουν, με παιδεύει. Με παιδεύει και δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Ανήμπορη. Κι εκείνες να ρωτάνε. Σου φέρεται καλά η γυναίκα, μάνα; Όχι, ουρλιάζω, όχι, μπροστά σας είναι όλο γλύκες κι όταν φεύγετε, μ’ αφήνει και κατουριέμαι πάνω μου. Με σιχαίνεται, θα με σκοτώσει αυτή να το ξέρετε. Και κοιτάζονται. Νομίζουν πως τα έχω χαμένα. Κι εκείνη το νομίζει κι εσύ το νομίζεις, μη νομίζεις πως δεν το ξέρω. Το νοιώθω που με κοιτάς περίεργα. Να με πάρεις, Θέ μου, να με πάρεις. Τώρα να με πάρεις. Τι να το κάνω που ζω, όταν εσείς δε με πιστεύετε, ε; Τι είναι ο άνθρωπος, όταν δεν τον πιστεύουν, ε; Πέτρα είναι. Πέτρα. Έπαψα πια να λέω. Τρελή με ανεβάζετε, τρελή με κατεβάζετε κι άλλο δεν αντέχω. Πονάω, της λέω, πες στη νοσοκόμα να μου δώσει κάτι να φύγει ο πόνος, δεν πονάς, απαντάει και γυρίζει από την άλλη. Διψώ, της λέω, διψώ, δε διψάς, απαντάει. Ανέβασέ μου λίγο το μαξιλάρι, πιάστηκα, στράβωσε η πλάτη μου, μια χαρά είναι το μαξιλάρι στη θέση του, απαντάει, τ’ αφήνει εκεί. Πέτρα το μαξιλάρι στην πλάτη μου. Πέτρα κι εγώ. Στην πλάτη τους. Κουράστηκα να με κουβαλάνε. Κουράστηκα να τις κουράζω. Τις άκουσα που μίλαγαν με τους γιατρούς το πρωί. Έκανα πως κοιμόμουν. Ξανακύλησε, είπαν. Κλαίγανε. Εγώ μιλιά. Για άλλη μάνα κλαίγανε, όχι για μένα. Γι’ αυτό που ήμουν κλαίγανε. Όχι για την πέτρα. Τις πέτρες δεν τις κλαίνε. Παρακαλάνε μόνο. Να κυλήσουν.

Πίνακας: Francisco José de Goya y Lucientes, Χρόνος