Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2007

Εκ της αστυνομίας



Δεν επιτρέπεται, κυρία μου, την πλησίασε με την πρέπουσα ευγένεια ο υπάλληλος και, με την πρέπουσα ένταση στη φωνή, της υπέδειξε με την πρέπουσα κίνηση την πινακίδα που δέσποζε στον τοίχο. Για τους άλλους δέσποζε, γιατί εμείς ούτε που την είχαμε προσέξει ως τότε. Δεν επιτρέπεται, Αντιγόνη μου, εκ της αστυνομίας, της διάβασα και σταμάτησα μαλακά την κίνησή της, υπακούοντας στην εξ απαλών ονύχων συνήθειά μου να υπακούω. Εκ της αστυνομίας; Εκ της αστυνομίας; Άστραψε και βρόντησε κι ορμώντας άνοιξε το καπάκι πριν ο είμαστε εδώ για να σας προστατέψουμε από τη θλίψη σας υπάλληλος την προλάβει. Πρόβαλε η μάνα, ένα μικρό-μικρό ανθρωπάκι άσπρο, κάτασπρο, με τα χέρια ήσυχα σταυρωμένα στο στήθος, πρόβαλε η μάνα, σκέτη Ανθούλα πια κι όχι η Ντουρανθούλαινα που ήξερα, μάνα μου, φώναξε η Αντιγόνη, μάνα μου, τι δουλειά έχει με σένα η αστυνομία μάνα μου, τι δουλειά έχει με τους δικούς μας ανθρώπους η αστυνομία, με κάρφωσε με το βλέμμα της, τι ξέρει για σένα η αστυνομία, τι ξέρει, έπιασε το θρήνο η Αντιγόνη και χάιδευε και φιλούσε κι άγγιζε αχόρταγα ό,τι είχε απομείνει από τη μάνα μας τη Ντουρανθούλαινα, πώς να σε διώξω μου ζητάνε, έτσι σαν ξένη, μάνα μου, πώς; Φιλούσε και ξαναφιλούσε το υγραμένο κάτασπρο δέρμα και της μιλούσε και της διηγούνταν και της μιλούσε και τη φιλούσε και της διηγούνταν κι εγώ στεκόμουν παραδίπλα, παραδίπλα στεκόμουν, όσο τα απρεπή εκ της αστυνομίας πρέποντα η Αντιγόνη στη μάνα μας έπραττε, υπακούοντας στην εξ απαλών ονύχων συνήθειά μου να υπακούω.

Πίνακας: Έκτωρ Δούκας, Μάνα Με Δυο Παιδιά, λάδι σε μουσαμά.