Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2008

Του θαλάμου 12



Πλένω σιγά-σιγά κανένα μπλουζάκι, αγοράζω και κα ‘να καλτσόν. Της πήρα και μια φούστα. Όλα κρυφά. Έτσι και το νοιώσει, με σκότωσε. Μα θέλω να ‘μαστε έτοιμοι. Κείνη την ώρα, πού μυαλό γι’ αυτά. Κι ο κόσμος κουβεντιάζει. Μαύρα τα θέλει. Όλα. Όχι μόνο την καρδιά σου. Όλα. Κι αν δεν του τα δώσεις, λέει λόγια. Η πρώτη του κουβέντα συλλυπητήρια κι η δεύτερη, μα δεν είχε μια μαύρη φουστίτσα η χριστιανή; Μα πώς να της το πω; Πώς να της το πω, που όλο ελπίζει πως θα τον δει να σηκώνεται και να φεύγει στα πόδια του από δω μέσα. Πώς να του πω του κοριτσιού μου, πως πάει ο άντρας της και πως με τον κόσμο θα ζήσει από δω κι ύστερα; Και πως αυτός ο κόσμος αποφασισμένα τα έχει τα μέτρα του, χρόνια τώρα, και δεν αλλάζει και κλείνει πόρτες κατάμουτρα έτσι και δεν τα τηρήσεις; Τους νεκρούς πρέπει να τους τιμάμε, λέει ο κόσμος. Και η τιμή της τιμής έχει χρώμα. Μαύρο.

Φωτογραφία: Μαρίτα