Μια μικρή ιστορία
Αυτή τη φορά δε θα το πάθαινε, το είχε αποφασισμένο. Νισάφι πια με τα ανέκδοτα που κυκλοφορούσαν στο σόι για τις γκάφες της, νισάφι. Όπου «και του χρόνου» σε γάμο, κι όπου «να ζήσετε να τον χαιρόσαστε» σε κηδεία, η Μαρίτσα από πίσω. Και να πεις πως δεν πρόσεχε; Όσο μπορούσε πρόσεχε και, εδώ που τα λέμε, τις ατάκες που την έκαναν καταγέλαστη και εν πολλοίς διάσημη στην οικογένεια, με το σωστό ύφος και ήθος τις εκστόμιζε πάντα. Τώρα, πώς κάθε φορά, άλλα πρόβαρε να πει κι άλλα της βγαίναν, ουδείς μπορούσε να εξηγήσει κι αυτή ακόμη περισσότερο. Τέλος όμως. Τέλος.
Σ’ όλη τη διαδρομή μέχρι το Τρίτο κι όσο έτρεχε αγκομαχώντας να προλάβει την πομπή, επαναλάμβανε: «να ζήσεις να τον θυμάσαι, Καλλιόπη μου, να ζήσεις να τον θυμάσαι», δάκρυσε κιόλας την ώρα που το σκεφτόταν, περιέργως πώς, πάντα ο έλεος της Μαρίτσας ακολουθούσε τεθλασμένη πορεία. Να, για κείνο το τρεμάμενο «Χάσαμε τον πατέρα, κουμπαρούλα μου», της Καλλιόπης στο τηλέφωνο και για τη στιγμή που θα την έσφιγγε στην αγκαλιά της στο νεκροταφείο για να της δώσει κουράγιο, δάκρυζε τώρα. Το πάθος των συγγενών τη συγκλόνιζε, αυτό ναι, όχι του ίδιου του παθόντα. Γκαφατζού γκαφατζού, αλλά και άνθρωπος πρακτικός. Ο εκλιπών εξέλιπε, τελεία και παύλα και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πια γι’ αυτό. Το θρήνο των άλλων, αυτόν δεν μπορούσε να αντέξει, ειδικά όταν τους αγαπούσε πολύ, όπως καληώρα την Καλλιόπη. Για να καταλάβεις, ο κόσμος έκλαιγε κοιτώντας το νεκρό στο φέρετρο κι η Μαρίτσα έκλαιγε ακούγοντας την Καλλιόπη που έκλαιγε. Ακούγοντας, γιατί να τη δει δεν μπορούσε, πολύς ο κόσμος, δεν πρόλαβε να πιάσει την πρέπουσα θέση, ας όψονται οι συγκοινωνίες, τελικά το σημείο περικυκλωμένο, μα τόσος κόσμος πια, ομολογουμένως δεν το περίμενε αλλά δεν μπορούσε να το επεξεργαστεί τώρα, ήταν και κοντούλα, τίποτα δεν μπορούσε να δει, ακούει κι εκείνο το σπαραχτικό «πατερούλη μου σε χάνω» και ξέσπασε σε λυγμούς, χωρίς ωστόσο να ξεχνά να επαναλαμβάνει σιγανά, «να ζήσετε να τον θυμόσαστε, να ζήσετε να τον θυμόσαστε», τούτη τη φορά όλα θα τα έκανε σωστά, όλα θα τα έκανε σωστά.
Με το σωστό το βλέμμα κοίταξε το πλήθος που αραίωνε και την Καλλιόπη που υποβασταζόμενη στάθηκε παραπέρα για τους συνήθεις ασπασμούς, και προχώρησε μόνη της στο φρεσκοανοιγμένο τάφο να αποθέσει τα χρυσάνθεμά της, όπως ακριβώς έπρεπε. Πλησίασε σχεδόν ακροβατώντας, ανάμεσα στους λάκκους, στόμωσε πια και το Τρίτο, τον έναν πάνω στον άλλον τους θάβουνε, παραλίγο να σωριαστεί φαρδιά πλατιά στο διπλανό άνοιγμα, ολόφρεσκο φαινόταν, κοίταξε προς την Καλλιόπη, την είδε που την κοίταζε με κάποια απορία, ευτυχώς δεν έπεσε να γίνει ρεζίλι, αυτό κι αν είχαν να το λένε, άφησε τα λουλούδια, έμεινε λίγο σε στάση προσοχής ως όφειλε, μέχρι εδώ όλα καλά, γύρισε και πλησίασε την Καλλιόπη τρέμοντας, ήταν η ώρα, «να ζήσεις Καλλιόπη μου να τον θυμάσαι», έπεσε στην αγκαλιά της, ξεσπώντας, θες γιατί έκλαιγε η Καλλιόπη, θες γιατί επιτέλους όλα σωστά τα είχε πει και κάνει, δεν ήξερε να πει, όπως δεν ήξερε τι να πει κι όταν η Καλλιόπη τη ρώτησε δείχνοντας προς τους λάκκους: "Τι σύμπτωση τραγική ήταν αυτή, την ίδια μέρα, Μαρίτσα μου; Τι σύμπτωση, ανάθεμά την για ζωή, και να τους θάψουν δίπλα-δίπλα, ε; Ποιος ήταν ο άλλος; Τον ήξερα;"
Σ’ όλη τη διαδρομή μέχρι το Τρίτο κι όσο έτρεχε αγκομαχώντας να προλάβει την πομπή, επαναλάμβανε: «να ζήσεις να τον θυμάσαι, Καλλιόπη μου, να ζήσεις να τον θυμάσαι», δάκρυσε κιόλας την ώρα που το σκεφτόταν, περιέργως πώς, πάντα ο έλεος της Μαρίτσας ακολουθούσε τεθλασμένη πορεία. Να, για κείνο το τρεμάμενο «Χάσαμε τον πατέρα, κουμπαρούλα μου», της Καλλιόπης στο τηλέφωνο και για τη στιγμή που θα την έσφιγγε στην αγκαλιά της στο νεκροταφείο για να της δώσει κουράγιο, δάκρυζε τώρα. Το πάθος των συγγενών τη συγκλόνιζε, αυτό ναι, όχι του ίδιου του παθόντα. Γκαφατζού γκαφατζού, αλλά και άνθρωπος πρακτικός. Ο εκλιπών εξέλιπε, τελεία και παύλα και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πια γι’ αυτό. Το θρήνο των άλλων, αυτόν δεν μπορούσε να αντέξει, ειδικά όταν τους αγαπούσε πολύ, όπως καληώρα την Καλλιόπη. Για να καταλάβεις, ο κόσμος έκλαιγε κοιτώντας το νεκρό στο φέρετρο κι η Μαρίτσα έκλαιγε ακούγοντας την Καλλιόπη που έκλαιγε. Ακούγοντας, γιατί να τη δει δεν μπορούσε, πολύς ο κόσμος, δεν πρόλαβε να πιάσει την πρέπουσα θέση, ας όψονται οι συγκοινωνίες, τελικά το σημείο περικυκλωμένο, μα τόσος κόσμος πια, ομολογουμένως δεν το περίμενε αλλά δεν μπορούσε να το επεξεργαστεί τώρα, ήταν και κοντούλα, τίποτα δεν μπορούσε να δει, ακούει κι εκείνο το σπαραχτικό «πατερούλη μου σε χάνω» και ξέσπασε σε λυγμούς, χωρίς ωστόσο να ξεχνά να επαναλαμβάνει σιγανά, «να ζήσετε να τον θυμόσαστε, να ζήσετε να τον θυμόσαστε», τούτη τη φορά όλα θα τα έκανε σωστά, όλα θα τα έκανε σωστά.
Με το σωστό το βλέμμα κοίταξε το πλήθος που αραίωνε και την Καλλιόπη που υποβασταζόμενη στάθηκε παραπέρα για τους συνήθεις ασπασμούς, και προχώρησε μόνη της στο φρεσκοανοιγμένο τάφο να αποθέσει τα χρυσάνθεμά της, όπως ακριβώς έπρεπε. Πλησίασε σχεδόν ακροβατώντας, ανάμεσα στους λάκκους, στόμωσε πια και το Τρίτο, τον έναν πάνω στον άλλον τους θάβουνε, παραλίγο να σωριαστεί φαρδιά πλατιά στο διπλανό άνοιγμα, ολόφρεσκο φαινόταν, κοίταξε προς την Καλλιόπη, την είδε που την κοίταζε με κάποια απορία, ευτυχώς δεν έπεσε να γίνει ρεζίλι, αυτό κι αν είχαν να το λένε, άφησε τα λουλούδια, έμεινε λίγο σε στάση προσοχής ως όφειλε, μέχρι εδώ όλα καλά, γύρισε και πλησίασε την Καλλιόπη τρέμοντας, ήταν η ώρα, «να ζήσεις Καλλιόπη μου να τον θυμάσαι», έπεσε στην αγκαλιά της, ξεσπώντας, θες γιατί έκλαιγε η Καλλιόπη, θες γιατί επιτέλους όλα σωστά τα είχε πει και κάνει, δεν ήξερε να πει, όπως δεν ήξερε τι να πει κι όταν η Καλλιόπη τη ρώτησε δείχνοντας προς τους λάκκους: "Τι σύμπτωση τραγική ήταν αυτή, την ίδια μέρα, Μαρίτσα μου; Τι σύμπτωση, ανάθεμά την για ζωή, και να τους θάψουν δίπλα-δίπλα, ε; Ποιος ήταν ο άλλος; Τον ήξερα;"
Πίνακας: Σπύρος Βασιλείου, Μια Μικρή Ιστορία
7 σχόλια:
είδες που ξέρεις μιά χαρά να βγάζεις και γέλιο;
τα καμαρώνω τα γραπτά σου !
Καλώς την:)
:):) Κωμικοτραγικο και πολύ καλό. Καλημέρα
μόλις σας ανακάλυψα και δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο "γέμισα"...
τελικά ακόμα και το τίποτα μπορείς να το μοιραστείς :)
καλημέρα σας
Ωραία ιστοριούλα. Γέλασα πάντως σε μερικά σημεία, πάρα πόλύ.
θα ξαναπαω σκολειο.Δεν καταλαβα που γελάνε.
Ευχαριστώ που ήρθατε, παιδιά.:)
vel, το τακτοποίησα το λινκ. Νάσαι καλά.
Δημοσίευση σχολίου