Παρασκευή 15 Ιουνίου 2007

Μάτια



Η κυρά Μαριώ, που λες, ήταν όμορφη γυναίκα. Κακάσχημη αλλά όμορφη, αν εννοείς. Μπαξές. Με τα αστεία της, με τα γέλια της τα τρανταχτά, με τα χαχαχα με παρασύρατε κι είναι και παιδιά μπροστά, και με τα όλα της. Αν εννοείς. Κρεμόμαστε όλοι από το στόμα της. Κι απ’ το τηγάνι της. Μια πρέζα κύμινο και μπόλικο κρασί και τσιτσίριζε γύρω της όλη τη γειτονιά σμυρνέικο σουτζουκάκι. Να τσιτσιρίζονται στο τηγάνι τα σουτζουκάκια κι αυτή από πάνω. Να τσιτσιρίζεται. Με μια πρέζα δάκρυα και μπόλικο «καλέ συ Παναγιά μου κι άγια μου Φωτεινή, βοήθα με κι εμένα την Αλατσατιανή» Πάνω απ’ το τηγάνι να τσιτσιρίζεται. Και μας τσιτσίριζε κι εμάς ολόγυρα. Κάθε φορά αυτό. Πρώτα το γέλιο, ύστερα το κλάμα, πρώτα το κλάμα, ύστερα το γέλιο, αδιάφορο. Αλλά μας άρεσαν όλα της τα νόστ-ιμα. Αν εννοείς. Και το κλειδί στη γλάστρα με το γεράνι. Σε περίπτωση ανάγκης. Και το βάζο με το γλυκό τριαντάφυλλο σε ράφι χαμηλό. Να το φτάνουνε τα χέρια μας. Μπαίναμε, σεργιάνι στη γειτονιά η Μαριώ, αδειάζαμε το βάζο, την άλλη μέρα πάλι γεμάτο το βρίσκαμε. Κι άχνα. Ποιος μπήκε, ποιος βγήκε, δε νοιαζόταν. Ήξερε. Η ανάγκη μπαινόβγαινε. Δε νοιαζόταν. Η ανάγκη. Δική της και δική μας. Να ταΐζεται και να ταΐζει. Δε νοιαζόταν για τίποτ’ άλλο. Μόνο γέμιζε γλυκό τριαντάφυλλο και πάλι και πάλι. Κι εμείς εκεί. Τι κι αν κοκκίνιζε η βέργα τα χέρια μας στο σχολειό την επομένη. Εμείς επιμέναμε. Την κατσίκα του Δία τη λέγανε Μαριώ και για κέρατο είχε ένα βάζο με γλυκό τριαντάφυλλο.

Και μου λείπει η Μαριώ, φιλαράκι, μα την Παναγία και την άγια Φωτεινή, μου λείπει. Μεγαλώνει η γειτονιά αλλά Μαριώ δεν έχει. Μπαξές είσαι κι εσύ, δε λέω. Με τα αστεία σου και με τα σοβαρά σου κι όλα τα νόστιμά σου. Και τσιτσιρίζομαι μαζί σου, που τσιτσιρίζεσαι. Και, α, όλα κι όλα, αδικίες δε θέλω, το κλειδί κι εσύ στη γλάστρα με το γεράνι, όταν λείπεις, το αναγνωρίζω. Γιατί ξέρεις πως στην πόρτα σου η ανάγκη με φέρνει. Αν εννοείς. Και το βάζο με το γλυκό τριαντάφυλλο στη θέση που πρέπει. Να το φτάνω. Αδειάζω εγώ, γεμίζεις εσύ και πάλι και πάλι. Αν εννοείς. Μόνο να, ένα παράπονο έχω. Εσύ νοιάζεσαι λιγουλάκι παραπάνω από τη Μαριώ μου ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει στο σπίτι σου και ποιος το βάζο με το γλυκό τριαντάφυλλό σου αδειάζει. Κι άχνα μη βγάλεις. Το ξέρω πως νοιάζεσαι. Το νοιώθω που με μετράς. Πότε μπαίνω, πόσο μένω, αν ήταν η βίζιτα αρμένικη ή όχι, πόσο γλυκό τριαντάφυλλο κεράστηκα. Το νοιώθω που με μετράς. Έρχομαι σπίτι σου, λείπεις, αλλά μάτια να με μετράνε αφήνεις πίσω. Μάτια να με μετράνε. Αν μ’ εννοείς. Και γαμώτο, φιλαράκι, μου λείπει η Μαριώ μου, μου λείπει η αθωότητά της, όλο και πιο πολύ μου λείπει, γιατί ξέρεις…Να, πώς να στο πω, δε μ’ αρέσει γαμώτο να μετράνε τις μπουκιές μου, δε μ’ αρέσει. Κάπως ανοίκεια νοιώθω. Κάπως ανοίκεια. Κι όταν νοιώθω ανοίκεια, φιλαράκι, να, πώς να στο πω να μην παρεξηγήσεις, δε θέλω να παρεξηγήσεις, αλλά να…Μου κάθεται το γλυκό τριαντάφυλλο στο λαιμό και δεν μπορώ να το απολαύσω. Αν μ’ εννοείς.

Πίνακας: Χρήστος Γαρουφαλής, Μάτια.

12 σχόλια:

Καπετάνισσα είπε...

Όχι, βρες μου τώρα, καρδιές ανθόκηπους.
Γενναιόδωρες, να χύνονται στον άνθρωπο.
Χωρίς υπολογισμούς και κρατούμενα.
Να το εννοούν.

kyriaz είπε...

Ρε Τίποτα,
θα σου έβγαζα το καπέλο...αν φόραγα!
Τι υπέροχη αλληγορία είναι αυτή
για όλους εμάς που χρησιμοποιούμε counters και δε σ' αφήνουμε να απολαύσεις το γλυκό τριαντάφυλλο...
Σε αντίθεση με τη Μαριώ...
Γιατί εννόησα,Τίποτα,εννόησα.Κι έχεις απόλυτο δίκιο...

Ανώνυμος είπε...

Kyriaz, τα είπατε πάλι όλα για το Τίποτα.

Ανώνυμος είπε...

Φάτο μάτια μου, γλυκό τριαντάφυλλο, όλο δικό σου και νεράκι απ' τη πηγή κι άσε τη Mαριό...

quartier libre είπε...

αν μιλάς απ' ευθείας με τον άλλο,ξέρεις τι σου γίνεται
και δε χρειάζεται να κάνεις πράξεις...

αν δε μιλάς απ' ευθείας με τον άλλο, ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΣ ΝΑ ΕΝΝΟΗΣΕΙΣ, από την ένταση, την χροιά, τη γαλήνη, την οξύτητα, το λαχάνιασμα, και νούμερα, μετρήσεις, στατιστικές...

επιστήμων αλμπάνης στατιστικολόγος, μπορείς να γίνεις.
ίσως και όχι τόσο αλμπάνης, αν επιμένεις με αγάπη, με πάθος, με προσοχή, επί έτη... ΕΠΙ ΕΤΗ, επί έτη, λέγω.

ξέρεις τι είναι ν' ακούς το τρίξιμο του κλειδιού στην πόρτα;
ησυχάζει η ψυχούλα σου.
γύρισε, λες.
και μόλις γύρισε, εμένα νοιάστηκε.
λίγο το χεις, καλό μου τίποτα, μόλις γυρίζει, να "βλέπεις" πως νοιάζεται εσένα;
σαν γλυκειά καλησπέρα.
σα φιλί.

Socrates Xenos είπε...

Έρχομαι ξανάρχομαι
στα νύχια
...των οφθαλμών
και με των μελισσών
τα πίσω πόδια

quartier libre είπε...

με τούτα και με κείνα τα ποσταρισμένα περί οφθαλμών, μου ήρθε στο νου ο Σεφέρης μας:

"Μέρες ολόκληρες σε κοίταζα,
μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια"
χρόνια...
ένα βήμα δημόσιου διάλογου, ένα δεύτερο βήμα δημόσιου διάλογου, κι η blogoσφαιρα τέλος,χώρος demi - ιδιωτικός, σχεδόν παγκοσμιοποιημένος!

κι ακόμα, μονάχα αποχρώσες ενδείξεις κι υποθέσεις...
στα τυφλά προχωρώ. στα σκοτάδια.

vel... είπε...

Πάντως εγώ νοιάζομαι λιγάκι παραπάνω από τη Μαριώ. Είναι που έχω το βάζο γεμάτο και πάλι γεμάτο το βρίσκω πολλές φορές :) Πες μου, εσύ το γεμίζεις πριν φύγεις; Εγώ, ναι, πολλές φορές. Από τότε που μπήκα στο παιχνίδι τών... ματιών. Γιατί κάπως ανοίκεια νοιώθω, που λες κι εσύ. Να μπαίνω και να βγαίνω στων αλλωνών τα σπίτια ξέροντας πως θα μετρήσουν την μπουκιά μου. Και προπαντός πως θα είμαι μόνη όταν στραβοκαταπιώ ακούγοντας το κλειδί στην πόρτα. Αλλά, τώρα είμαι ήσυχη εδώ, Τίποτα, ήσυχη γιατί γνωρίζω πως για να τα γράφεις αυτά δεν αφήνεις μάτια πίσω σου και κανείς εδώ δε με μετρά. Λανθάνω; Και το βάζο σου θα αδειάζω όποτε θέλω γιατί μ' αρέσει το γλυκό και το πικρό που αφήνεις και το γέμισμα σε σένα μονάχα το αφήνω :)

(Τα μάτια μας εδώ ή αλλού είναι η σκια της μοναξιάς μας. Υποθέτω)

floudion είπε...

Κι όταν τα μάτια μου συναντηθούν με τα δικά σου μάτια

Τίποτα είπε...

Νοιώθω την ανάγκη να απαντήσω σε όλους σας, απλώνοντας σεντόνι, συγχωράτε με.

Κατανοώ την ανάγκη των ματιών. Κι εγώ θα ήθελα να ξέρω. Κι εγώ. Όπως και να το κάνεις, από την ώρα που παιδεύεσαι με το γλυκό, θέλεις να ξέρεις, πόσο σωστή τη δόση ζάχαρης έβαλες, πόσο το χρώμα ζωντανό είναι κι αν τελικά οι καλεσμένοι σου το φχαριστήθηκαν το κέρασμα. Λογικό είναι. Και κάθε μάγειρας, τον κοιτά στα μάτια τον δοκιμαστή, περιμένοντας με αγωνία να δει να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του η απόλαυση. Κι όταν δεν το βλέπει, αναρωτιέται τι στο καλό δεν του πήγε καλά. Ποιο από τα υλικά του τον πρόδωσε ή μήπως ασέβησε με αυτά παρασυρμένος από την αγνή επιθυμία του να γίνει το φίλεμα όσο το δυνατόν εύγευστο. Η ανάγκη να ταΐζεις και να ταΐζεσαι κοινή σε όλους. Κι επαναλαμβάνω, αγνά τα κίνητρα, τουλάχιστον στα δώματα που καθημερινά μπαίνω. Γιατί τους άλλους που μετράνε, μόνο και μόνο για να βγουν στη γειτονιά και να κοκορευτούν για την πελατεία τους, γραμμένους τους έχω. Ούτως ή άλλως το γλυκό τους άχυρο θα είναι. Γιατί δε φτιάχνεται με αγάπη και από ανάγκη. Κι αυτό είναι κοινός τόπος. Να μη λέμε τα αυτονόητα τώρα.

Μα, πέρα από αυτά, κι όσο κι αν το κατανοώ, ομολογώ πως δυσκολεύομαι να διαβάσω με την ησυχία μου, να ψάξω. Πολλές φορές, έχω μείνει με τις ώρες μασουλώντας. Κι ωστόσο δεν το κάνω απερίσπαστα. Εκείνα τα μάτια με εμποδίζουν. Σα να γράφεις διαγώνισμα με τον καθηγητή από πάνω να κοιτά το γραπτό σου, ένα πράγμα. Και, δυστυχώς, εδώ δεν μπορείς να του πεις, πάτε λίγο παραπέρα, κύριε. Μακάρι να μπορούσες. Γιατί το ίδιο θα μπορούσες να του πεις, ετούτο το σημείο, κύριε, δεν το καταλαβαίνω, μπορείτε να με βοηθήσετε; Και ξέρουμε όλοι πως και το ένα και το άλλο, μόνο στους αγαπημένους μας καθηγητές θα είχαμε το θάρρος να το εκφράσουμε.

Αλλά εδώ ΔΕΝ μπορούμε. Μόνοι μας παλεύουμε να μην είμαστε μόνοι μας. Γίνεται αυτό; Δεν ξέρω. Απαντήσεις δεν έχω. Ό,τι νοιώθω γράφω. Και καμιά φορά όχι ό,τι νοιώθω. Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω. Κι όποιος, όπως εγώ για παράδειγμα, έχει δυο ειδών γραφές για το νοιώθω, και τις χρησιμοποιεί κατά περίσταση, άλλοτε νοιώθω κι άλλοτε νιώθω, μόνο αναμάρτητος δεν είναι. Αναποφάσιστος είναι.

Σας ευχαριστώ πολύ.

Фе́ммe скатале είπε...

Πάντα είχα απορία για τη λέξη νόστιμο...Ευχαριστώ που μου την έλυσες. Και μου δωσες και την καλύτερη απάντηση

οι σκιές μιλάν είπε...

και τα δυο σου πανέμορφα, ουδέν.