Το κλειδί
Το λένε κλειδί, παιδί μου, γιατί ξεκλειδώνει, έτσι έλεγε. Κι εγώ γελούσα, γιατί την ίδια ακριβώς παράξενη, κατά κάποιο τρόπο, ετυμολογία, ακολουθούσε με τα περισσότερα των γύρω πραγμάτων. Τα μελομακάρονα, παραδείγματος χάριν, σα να την ακούω τώρα, τα λένε, παιδί μου, μελομακάρονα γιατί είναι μακαρόνια με μέλι. Ή το άλλο που, επίσης, δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω. Το λένε κουνελάκι τηγανητό, γιατί το κουνελάκι είναι νόστιμο, μόνο όταν το μαγειρεύεις στο τηγάνι. Κάπως έτσι. Ναι, κάπως έτσι γελούσα με την κυρία Μαρία, τη γειτόνισσα. Έπειτα, κλειδωνόμουν στο δωμάτιό μου με το κλειδί που ξεκλειδώνει ανά χείρας κι έγραφα στο αγαπημένο μου ημερολόγιο τα σώψυχά μου. Όλα. Επί παντός επιστητού. Κι ανεπαισθήτου. Κι όσο το φόρτωνα το ημερολόγιο, τόσο ξεφόρτωνα εγώ. Ύστερα, με το κλειδί που ξεκλειδώνει, προσεκτικά το κλείδωνα και το έκρυβα σε κρυψώνα σίγουρη (επιμένω να πιστεύω) και το κλειδί στον κόρφο μου κρεμούσα, μην τυχόν κι όλα όσα έγραφα πέσουν στα χέρια του πατέρα και τα διάβαζε και ποιος τον άκουγε τον πατέρα, όταν φόρτωνε, πού σε πονεί και πού σε σφάζει. Πολύ περισσότερο, αν υποψιαζόταν πως τα γνώριζε και η κυρία Μαρία τα βάρη μου. Κι ήταν αρκούντως φορτωμένο το ημερολόγιο για να τον φορτώσει. Και περνούσε ο καιρός και γύριζα στις πίσω σελίδες, έβλεπα τον εαυτό μου στριμωγμένο να καθρεφτίζεται σ’ αυτές και γελούσα. Ή έκλαιγα. Αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης. Τον ξανακλείδωνα με το κλειδάκι και τον άφηνα εκεί στο στρίμωγμά του.
Ύστερα τα πράγματα άλλαξαν. Η κυρία Μαρία έπαψε να περιφέρει την παράξενη ετυμολογία της στη γειτονιά, όχι διότι εστέρεψε φαντασίας, γειτονιάς εστέρεψε, αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης. Αλλάξαν όλα. Κι εγώ άλλαξα. Το ημερολόγιο έγινε μπλογκ ή βλογ ή διαδικτυακό ημερολόγιο, αλλά κι αυτό δεν είναι της παρούσης. Κι όλα τα αισθητά κι ανεπαίσθητα, όλα τα μου, όλα τα για μένα, όλα αυτά για τα οποία φοβόμουν έναν και μόνον πατέρα, άντε και την κυρία Μαρία της γειτονιάς, σε κοινή θέα, πια. Αλλά δε φοβάμαι. Όχι διότι, όπως, προηγουμένως, σου ετόνισα, εξέλιπε η γειτονιά. Όχι, καθόλου έτσι μη σκεφτείς. Το κλειδάκι εξέλιπε. Το κλειδί που, κατά την κυρία Μαρία, το λένε κλειδί, γιατί ξεκλειδώνει. Κι όσοι διαβάζουν τα δικά μου μου και τα για μένα, κουβαλούν τα δικά τους κλειδιά και ξεκλειδώνουν. Τα δικά τους κλειδιά. Κι αντικρύζουν όχι εμένα, αλλά τους εαυτούς τους στριμωγμένους στις σελίδες. Και γελάνε. Ή κλαίνε. Πράγμα το οποίον, επίσης, δεν είναι της παρούσης. Γελάνε ή κλαίνε. Αλλά όχι για μένα. Όχι για μένα. Για κείνους. Για κείνους γελάνε ή κλαίνε. Και αυτό, ναι, αυτό είναι της παρούσης. Γιατί το δικό μου κλειδί, που το λένε έτσι γιατί ξεκλειδώνει, πάντα στο δικό μου κόρφο κρεμασμένο είναι. Σε κανενός άλλου. Κι ο πατέρας που, ίσως, θα μπορούσε να το βρει, δε σερφάρει. Ούτε η κυρία Μαρία.
Πίνακας: Γιάννης Ψυχοπαίδης, Το Γράμμα Που Δεν Έφτασε.
Ύστερα τα πράγματα άλλαξαν. Η κυρία Μαρία έπαψε να περιφέρει την παράξενη ετυμολογία της στη γειτονιά, όχι διότι εστέρεψε φαντασίας, γειτονιάς εστέρεψε, αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης. Αλλάξαν όλα. Κι εγώ άλλαξα. Το ημερολόγιο έγινε μπλογκ ή βλογ ή διαδικτυακό ημερολόγιο, αλλά κι αυτό δεν είναι της παρούσης. Κι όλα τα αισθητά κι ανεπαίσθητα, όλα τα μου, όλα τα για μένα, όλα αυτά για τα οποία φοβόμουν έναν και μόνον πατέρα, άντε και την κυρία Μαρία της γειτονιάς, σε κοινή θέα, πια. Αλλά δε φοβάμαι. Όχι διότι, όπως, προηγουμένως, σου ετόνισα, εξέλιπε η γειτονιά. Όχι, καθόλου έτσι μη σκεφτείς. Το κλειδάκι εξέλιπε. Το κλειδί που, κατά την κυρία Μαρία, το λένε κλειδί, γιατί ξεκλειδώνει. Κι όσοι διαβάζουν τα δικά μου μου και τα για μένα, κουβαλούν τα δικά τους κλειδιά και ξεκλειδώνουν. Τα δικά τους κλειδιά. Κι αντικρύζουν όχι εμένα, αλλά τους εαυτούς τους στριμωγμένους στις σελίδες. Και γελάνε. Ή κλαίνε. Πράγμα το οποίον, επίσης, δεν είναι της παρούσης. Γελάνε ή κλαίνε. Αλλά όχι για μένα. Όχι για μένα. Για κείνους. Για κείνους γελάνε ή κλαίνε. Και αυτό, ναι, αυτό είναι της παρούσης. Γιατί το δικό μου κλειδί, που το λένε έτσι γιατί ξεκλειδώνει, πάντα στο δικό μου κόρφο κρεμασμένο είναι. Σε κανενός άλλου. Κι ο πατέρας που, ίσως, θα μπορούσε να το βρει, δε σερφάρει. Ούτε η κυρία Μαρία.
Πίνακας: Γιάννης Ψυχοπαίδης, Το Γράμμα Που Δεν Έφτασε.
11 σχόλια:
Καλησπέρα, Τίποτα.
Νά 'ξερες πόσο επίκαιρο είναι για μένα αυτό το κείμενο. Δεν είναι πολύς καιρός που ξεκίνησα το blog μου, κι αναρωτιόμουν στην αρχή, ποια ανάγκη με έπρωξε. Η απάντηση που έδωσα στον εαυτό μου δεν απέχει πολύ από αυτό που τόσο όμορφα περιγράφεις.
Είσαι κι εσύ ένα από τα 5-6 άτομα που έχω ξεχωρίσει, παρακολουθώ και θα συνεχίσω να παρακολουθώ. Είστε αυτοί που μου κάνατε το κλικ, και μας νιώθω συνοδοιπόρους.
Τώρα κιόλας, πάω να κρεμάσω το κλειδί σου, μαζί με τα κλειδιά των υπολοίπων συνοδοιπόρων στη δεξιά μεριά της δικής μου πόρτας. Για να μας βρίσκουν κι άλλοι που θέλουν να πορευτούν μαζί μας.
Πολλά φιλιά!
Κείμενο ποιητικής των ημερολογίων. Τίποτε, κοινό το αίσθημά μας. Αυτοπροσδιοριζόμαστε και συνεχίζουμε. Είναι καλό που τα κλειδιά είναι πολλά, όσες και οι ματιές.
"το γράμμα που έφτασε", θα πρεπε να το ονομάσεις.
πρέπει να πάω σε παλιά λημέρια, να ψάξω, να σου βρω ένα μικρό, σχετικό κειμενάκι, σκαρωμένο παλιότερα, και δοσμένο σ' ένα φιλικό αρχικά χώρο.
από εκεί, διώχθηκε ο λόγος μου, δίχως κανείς ποτέ να τον υπερασπιστεί.
εκείνο το ράπισμα, μ' έκανε να μάθω πως όταν κάποιος φίλος υβρίζεται, τα γραπτά του φάτσα - κάρτα οφείλεις να τα παίρνεις πάνω σου και να τους τα μοστράρεις στη μούρη...
είναι κι αυτός ένας τρόπος να υπερασπίζεσαι.
Σε ευχαριστώ που αφήνεις το κλειδί κάτω από το χαλάκι και το βρίσκω.
κλειδώνω, μανταλώνω, τον κλέφτη βρίσκω μεσα, τι ειναι ?
Φοβερό κείμενο. Και πάνω που ήμουν σε μία περίεργη φάση, αυτό το κείμενο ήρθε και με προσγείωσε στην πραγματικότητα.
Θαυμάσιο.
Κλειδιά, αποτυπώματα, ματιές.
Διάφορες. Διαφορετικές.
Μα η μοίρα τ' ανθρώπου μιά.
Κι όσο κι αν παραλλάζουν οι οπτικές, όσο κι αν ο καθείς το δικό του σακκί σέρνει κι αλλού το καθρεφτίζει, προχωράμε χορωδιακώς.
Μιά η ψυχή τ' ανθρώπου.
Επί του παρόντος.
Να μη σου πω και του μέλλοντος.
Καλησπέρα σας, παιδιά.
Με πιάνει μια ανησυχία πότε-πότε μ' αυτά τα κλειδιά τ' ομολογώ. Με κυνηγά κείνο το "βρίσκει την πόρτα σφαλιχτή και τα κλειδιά παρμένα" του τραγουδιού. Και παραλοΐζομαι. Μη με παρεξηγείτε :)
Χάρηκα που ήρθατε:)
ποιό είν' αυτό το άσμα;
του Άκη Πάνου, που τραγουδάει ο Στέλιος;
"Βρήκα την πόρτα σου κλειστή
και το κλειδί παρμένο.
κοντεύουνε χαράματα
κι απ' έξω περιμένω."
αυτό είναι;
Ήρθα, που λες, κι εγώ με το κλειδί μου (ναι, αυτό που ξεκλειδώνει, ποιό άλλο;) αλλά ξέρω πως η πόρτα, το άνοιγμα, φτιάχνεται λέξη-λέξη από εσάς -πληθυντικός ευγενείας διότι έτσι.
Χαίρομαι πολύ που βρήκα αυτή την πόρτα, γιατί τι να κάνουν τα έρμα κλειδιά μόνα τους; Πού θα μπεις ("και να βγεις, το δαχτυλίδι νά'βρεις"); Θα έμεναν ορφανά στον κόρφο ή το καρφί...
Ευχαριστώ για τη θαυμάσια πόρτα και για τα όσα (δικά σας ή δικά μου) βρήκα μέσα.
@ quartier libre,
είναι στίχος από την παραλογή του Νεκρού Αδελφού. Εξ ου και το παραλοΐζομαι...:)
@ aerosol, καλώς ήρθες :)
Δημοσίευση σχολίου