Παρασκευή 13 Απριλίου 2007

Κλεψιές



Ερχόταν συχνά, αρκετά συχνά…για το Όνειρο μιλάω. Πάντα να κλέβω και πάντα να με πιάνουν. Την τελευταία στιγμή. Οι τόποι περίεργοι, χωμάτινα μονοπάτια, μοναχικά λιμάνια, έρημοι έρημοι, απέραντες χωματερές, μάντρες με υλικά από κατεδαφίσεις, τα λάφυρα πάντα παλιά, πάντα παραπεταμένα, μισοκατεστραμμένα, άχρηστα για τους πολλούς και πάντως σίγουρα άχρηστα για τους ιδιοκτήτες τους που τα είχαν ξεφορτωθεί. Ανάπηρες κούκλες πορσελάνινες, κάρτες παλιές, από τη Βιέννη με αγάπη, κομμάτια ξύλου από έπιπλα σκαλισμένα στο χέρι, κι άλλα ζωγραφιστά, χόρευαν το ουρανί με την ώχρα και το κεραμιδί, να ‘ταν από κάρα άραγε; φωτογραφίες με την απόχρωση της σέπιας και τεράστια να με θυμάσαι χαμόγελα κοντυλογραμμένα, κι άλλες μόνο μάτια μ’ ομπρέλες φρύδια γαϊτάνια , βιβλία ή τετράδια ξεθωριασμένα με καλλιγραφίες μιας άλλης εποχής, φαγωμένα στις άκρες, δέρμα και φτερά διάφανα τζιτζικιού που έπαψε να τερετίζει, γύριζες τις σελίδες τους κι έλεγες τώρα θα διαλυθούν, ρόπτρα χάλκινα και πήλινα ακροκέραμα και κάπου-κάπου, αν ήμουν τυχερή, καμιά πόρπη αλπακένια, απ’ αυτές που στόλιζαν τις σέλλες των αλόγων οι μερακλήδες. Τα διέκρινα, έσκυβα, αφού πρώτα κοίταζα τριγύρω, τι φοβόμουν, άραγε, αφού κανείς δεν υπήρχε, τι φοβόμουν, αφού ήμουν σίγουρη ότι δεν άξιζαν τα ευρήματα, ή μήπως άξιζαν, κι επιτέλους, τα κρατούσα στα χέρια μου. Τρέμοντας από προσμονή, απομάκρυνα τις σκόνες και τα χώματα με την άκρη του φουστανιού και, σφίγγοντάς τα στον κόρφο μου, έστρεφα να φύγω, φτιάχνοντας ήδη σενάρια, θα γύριζα σπίτι, θα τα περιποιόμουν κι εκείνα θα με αντάμειβαν, θα μου μιλούσαν ιστορίες ανθρώπινες, θα μου γνώριζαν αυτούς που κάποτε τα αγάπησαν και έπαιξαν μαζί τους και έκλαψαν μαζί τους, γιατί όλα τα έβλεπαν τα αντικείμενα, είχαν ψυχή και ένοιωθαν, ήταν εκεί στα καλά και τα κακά, σιωπηλοί παρατηρητές κι αδιάψευστοι μάρτυρες ζωών που πέρασαν κι έφυγαν…

Έστρεφα να φύγω. Και ξαφνικά, κόσμος από το πουθενά πλημμύριζε τις ερημιές. Προχωρούσαν προς το μέρος μου, και μ’ έδειχναν με το δάχτυλο φωνάζοντας, κλέφτρα κλέφτρα κλέφτρα, κι είχαν όλοι άποψη, όλοι, όλοι, ακόμη και τα μικρά παιδιά είχαν άποψη κι ορκίζονταν ότι με είδαν να κλέβω, να κλέβω, αυτοί που δεν υπήρχαν ως τότε, αυτοί, που όσο έψαχνα ήταν απόντες, αυτοί, που ακόμη κι αν είχαν δει όσα βρήκα, τα παράτησαν, τα προσπέρασαν, αυτοί οι ψεύτες με τα οργισμένα και περιφρονητικά βλέμματα, κι εγώ οπισθοχωρούσα τρομοκρατημένη και γεμάτη ενοχές, όχι γιατί έκλεψα, αλλά γιατί με έπιασαν, υποχωρούσα μπροστά στους χωρίς κουκούλες κουκουλοφόρους, κι αυτοί όλο έρχονταν κι εγώ όλο υποχωρούσα κι η βοή δυνάμωνε κλέφτρα κλέφτρα κλέφτρα και ξυπνούσα κάθιδρη…

(Πίνακας, Σπύρος Βασιλείου, Τέλος Εποχής)

8 σχόλια:

ο δείμος του πολίτη είπε...

Μήπως έκλεψες το όνειρο που έκλεισαν στις βιεννέζικες κούκλες;

kyriaz είπε...

Χμμμ...Τελικά κρατάς κι εσύ πολυβόλο...

Helix Nebulae είπε...

Τελικά, τίποτα δεν είναι τυχαίο...

vel... είπε...

Όμορφο! Κι επίκαιρο...

(Ξέρεις, πάντα υπάρχει ένας τόπος κι ένας τρόπος να βγουν τα όνειρα πραγματικότητα)

Λίτσα είπε...

Πολύ ωραίο κείμενο. "Γρήγορες" εικόνες, τα αντικείμενα με "υφή", σχεδόν απτά - και αυτό το ασφυκτικό στο τέλος, μου άρεσε πολύ.

quartier libre είπε...

μου αρέσει όλο το blog!

Τίποτα είπε...

Δείμε, kyriaz, helix nebulae, vel, Λίτσα, quartier libre, μαθαίνω από όλους σας. Σας ευχαριστώ.

quartier libre είπε...

μαθαίνω από όλους σας(?)