Στο Μπιζάνι μπι μπι μπι...

Όλο το χωριό τον κορόιδευε τον αλαφροΐσκιωτο που δεν παντρεύτηκε ποτέ του, σαλεμένος ήταν ο έρμος, τον έπαιρναν τα παιδιά στο κατόπι φωνάζοντας μπι μπι μπι, γύριζε τα αγριοκοίταζε, πέφτουν τα κανόνια διευκρίνιζαν τα παιδιά, δάκρυζε εκείνος μαλακωμένος, γελούσαν τα παιδιά, δάκρυζε εκείνος, πέφτουν τα κανόνια μπι μπι μπι, έστρεφε την πλάτη κι έφευγε, δεν τα πείραξε ποτέ, ο Κωτσοζήκος τούτο, ο Κωτσοζήκος τ’ άλλο, πηγαινοέρχονταν οι ιστορίες για τον τρελό στα στόματα των χωριανών με γέλια, τι έχει, ρωτούσα, πώς το έπαθε, ποιος ξέρει, κανείς δεν ήξερε να πει, δεν ήταν πάντα έτσι, πότε το έπαθε, κανείς δε θυμόταν, μεγάλωσα χωρίς να μάθω ποιος ήταν ο κρίκος που τον ένωνε με το Μπιζάνι, με το γράμμα, με τα κανόνια που έπεφταν, κρίμα από μια άποψη, γιατί εκείνο το μπι μπι μπι, ποτέ από το μυαλό μου δεν έφυγε, τελευταία μάλιστα σα να ακούω κι εγώ κανόνια να πέφτουν μπι μπι μπι και φοβάμαι, μπι μπι μπι, φοβάμαι γιατί αποσύρομαι κι εγώ, φοβάμαι γιατί ήταν θείος μου από παππού ο Κωτσοζήκος, μπι μπι μπι και είναι κι αυτό το θέμα της κληρονομικότητας που με απασχολεί μπι μπι μπι, φοβάμαι που ακούω κανόνια να πέφτουν, μπι μπι μπι, φοβάμαι που πληθαίνουν, μπι μπι μπι, φοβάμαι και γράφω γράμματα στους φίλους μου μπι μπι μπι για να κλάψω μπι μπι μπι, εγώ το εγγονανήψι του Κωτσοζήκου, μπι μπι μπι, εγώ ο Γιωργοζήκος, μπι μπι μπι, ο Γιωργοζήκος, πάει να πει ο Γιώργος, του Ζήκου ο γιος.
(Ο πίνακας "το Μπιζάνι" είναι της Θάλειας Φλωρά Καραβία)
3 σχόλια:
Όμορφο [και τρυφερό]!
Καλό απόγευμα
Έξοχο είναι. Με μια αναπνοή διαβάζεται - πιασμένη όμως.
Αείποτε, Λίτσα, να είστε καλά:)
Δημοσίευση σχολίου