Σάββατο 28 Ιουλίου 2007

Ψιχάλες



Χτυπούσε η βροχή την παλιά κουζινούλα με τον τσίγκο. Ένας μικρός νεροχύτης, δίπλα μια γκαζιέρα, παραδίπλα το τραπέζι, τραχανάς αχνιστός, ο θείος ο Γιώργος ο ψηλός, ο πατέρας και η λεμονιά η μωρή, η κοντούλα. Ξαναπές το μου, χωνόμουν στην αγκαλιά του, ξαναπές το μου. Και το τραγουδούσε πάλι και πάλι και έξω έκανε κρύο μα μέσα ήταν ζεστά και η βροχή χτυπούσε τον τσίγκο και παράξενο πράγμα, μα, όποτε βρέχει, όποτε βρέχει και κάνει κρύο μέσα κι έξω, άλλο δε θέλω παρά να χωθώ στην παλιά κουζινούλα με τον τσίγκο που τη χτυπούσε η βροχή.

Πίνακας: Σπύρος Βασιλείου, Η Ομπρέλα, αυγοτέμπερα σε ξύλο

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2007

Παιδιά



Θα κρυφτώ, είπα, κανείς να μη με βρίσκει. Και κρύφτηκα. Επιτυχώς. Τόσο επιτυχώς, που άρχισα να μη με βρίσκω ούτε κι εγώ. Παίδεμα ώρες-ώρες αυτές οι παιδιές. Ακόμη και οι νίκες τους παίζουν κρυφτό με τις ήττες.

Πίνακας: Ζαχαριουδάκης Μανώλης.

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2007

-2007



Με τι μέτρο μετριέται το αργά; Με τα λόγια που δεν είπα, όταν έπρεπε. Με το χάδι που δεν έδωσα, όταν έπρεπε. Με το συγγνώμη που δε ζήτησα, όταν έπρεπε. Μ’ αυτό το βάσανο μετριέται το αργά.

Πίνακας: Χρήστος Γαρουφαλής, Το Πρόσφορο.

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2007

Πήγαινε



Έτσι να μ’ αγαπάς θέλω, με το πήγαινε της μάνας και το κρυφοσταύρωμα στο παραθύρι ευχή της. Πήγαινε να μου λες, πήγαινε κι εδώ είμαι εγώ. Και να προκόψεις όπου κι αν πας, να μου λες, και μη σε νοιάζει, να μου λες. Γιατί εδώ είμαι εγώ. Έτσι να μ’ αγαπάς θέλω. Έτσι. Κι εγώ δε θα πηγαίνω πουθενά. Στ’ ορκίζομαι, στ’ ορκίζομαι, πουθενά δε θα πηγαίνω. Πουθενά. Γιατί όλα στη ζωή όσα ζήτησα, σπάταλα μου τα πρόσφερες μ’ αυτό το πήγαινε στη φούχτα σου απλωμένο.

Πίνακας: Σαρελάκου Ρουμπίνα, Άτιτλο.

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2007

-2007



Μας την έφερες, εντάξει, δικαιούσαι να είσαι ξεκαρδισμένος στα γέλια τώρα. Αλλά δεν είσαι, ε; Πάω στοίχημα πως κλαις, γιατί μας βλέπεις που κλαίμε. Τέτοιος ήσουν μια ζωή. Με το παραμικρό έκλαιγες. Για μια λέξη στη σωστή τη θέση και μια πινελιά στη λάθος, έκλαιγες. Σε παίρναν είδηση ο κόσμος και σε δούλευαν. Πονάω εδώ, σου λέγαν, κι εσύ έκλαιγες. Μου λείπει αυτό, σου λέγαν, κι εσύ έκλαιγες. Είμαι χαρούμενος, σου λέγαν, κι εσύ έκλαιγες. Δεν αξίζει, ρε συ, να κλαις. Μην κλάψεις άλλο. Δεν αξίζει. Δεν κλαίμε για σένα. Για την πλάκα που μας έκανες, κλαίμε. Γιατί βλέπεις την πιστέψαμε. Λέμε, ξέφυγε αυτός, άρα θα ξεφύγουμε κι εμείς. Τον εαυτούλη μας κλαίμε. Κανέναν άλλον. Γιατί δεν ξέφυγες. Και δεν κι εμείς. Που το πιστέψαμε, κλαίμε. Και που την πατήσαμε που το πιστέψαμε, κλαίμε. Και που θα μας ξεχάσουν, όπως θα σε ξεχάσουμε, άμα τη απομακρύνσει, κλαίμε. Τόσο εύκολα και τόσο γρήγορα. Άμα τη απομακρύνσει.

Πίνακας: Χρήστος Γαρουφαλής, Καντήλι, λάδι σε χαρτί

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2007

Έτσι που λες, Μαρία



Το τσιμπηματάκι το ένοιωσα, Μαρία μου. Αν θες να σου πω ψέματα για να μη σε στεναχωρήσω, να σου πω, αλλά αλήθεια το ένοιωσα. Αυτό το κροκοδειλάκι στο λευκό μπλουζάκι σου πάνω, τότε στην πρώτη μας συνάντηση, σαν λίγο απειλητικό να μου φάνηκε, σα να μη μου κάθισε καλά. Τον καιρό εκείνο, εκείνα τα κροκοδειλάκια πάνω στα μπλουζάκια ήταν περίεργα πράγματα. Ξένιζαν. Ανορθογραφία να το πω, λεκέ να το πω, πάντως δε μου κάθισε καλά. Απειλητικό μου φάνηκε. Μιλούσαμε, μιλούσαμε, εσύ μιλούσες δηλαδή, εγώ άκουγα και δε χόρταινα και κοίταζα και δε χόρταινα, σαν ψέματα μου φαινόταν που ήσουν εκεί δίπλα μου και μιλούσες με κείνη τη φωνή σου που με μάγευε. Κοίταζα και δε χόρταινα τα σκούρα σου μάτια και το γλυκό σου πρόσωπο και τη μαύρη την παχιά σου την κοτσίδα, αλλά το βλέμμα μου, όλο και ξεστράτιζε κατά το κροκοδειλάκι το απειλητικό κι άλλο δεν έκανα κάθε τρεις και λίγο, από το να τσακώνομαι μ’ αυτό το βλέμμα μου που ξεστράτιζε. Το μάλωνα και το επανέφερα στην τάξη. Δηλαδή σε σένα. Όλη. Σε σένα που ξεχείλιζες νιότη κι ομορφιά και αποφασιστικότητα και στα όμορφα τακτοποιημένα λόγια σου και σε όσα όμορφα υπόσχονταν τα όμορφα τακτοποιημένα λόγια σου. Κι όσο τα άκουγα αυτά τα λόγια, τόσο μάλωνα και με το τσιμπηματάκι της καρδιάς μου και το επανέφερα στην τάξη. Δηλαδή στη τζην σου τη φούστα. Άσε το κροκοδειλάκι, του έλεγα, δες τη τζην τη φούστα, ό,τι πρέπει για την περίσταση, δες τα άσπρα πάνινα παπούτσια, ό,τι πρέπει για την περίσταση, όλοι μας τζην φοράμε και πάνινα παπούτσια. Κι ο Γιώργος ο οικοδόμος και ο Ιδομενέας ο αγρότης και η Ελένη η φοιτήτρια. Όλα ταιριαστά με τα όμορφα τακτοποιημένα λόγια, όλα ταιριαστά, τι ανησυχείς; Για ένα παλιοκροκοδειλάκι αμελητέου μεγέθους, ανησυχείς; Τέτοια έλεγα στο τσιμπηματάκι και το εξαφάνιζα, ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που το εξαφάνιζα, Μαρία μου. Ανάθεμα την ώρα. Γιατί μεγάλωσε το κροκοδειλάκι και σε κατασπάραξε. Ολόκληρη. Κι ήρθες κι έγινες μισή απ’ όσο ήσουν τότε-δε στο είπα προηγουμένως να μη σε συγχύσω, αλλά τάχες τα παχάκια σου, τσίτωνε στις περιφέρειες η φούστα-και πάει και η κοτσίδα σου η όμορφη, κρίθηκε στην πορεία παρωχημένη και πάει και το τζηνάκι, κρίθηκε στην πορεία παρασυνηθισμένο, και πάει και ο Γιώργος ο εργάτης και ο Ιδομενέας ο αγρότης και η Ελένη η φοιτήτρια, κρίθηκαν στην πορεία παραλίγοι. Μόνο τα όμορφα τακτοποιημένα λόγια τη γλυτώσανε, Μαρία μου, μόνο τα όμορφα τακτοποιημένα λόγια τη γλυτώσανε, φτερά είχαν φαίνεται τα όμορφα τακτοποιημένα λόγια σου και μπορείς και συνεχίζεις να τα ξεστομίζεις αδιάντροπα, δώθε-κείθε. Πολύ δώθε και πολύ κείθε. Και κάθε φορά που σε ακούω να τα ξεστομίζεις, δώθε-κείθε τα όμορφα τακτοποιημένα λόγια σου, Μαρία μου, δεν το μαλώνω πια το τσιμπηματάκι. Έμαθα. Τα τσιμπηματάκια της καρδιάς μας δεν πρέπει να τα μαλώνουμε ποτέ. Ποτέ. Να τα προσέχουμε πρέπει. Να τα υπολογίζουμε πρέπει. Να τα αφήνουμε να βροντοφωνάζουν:
"Εδώ τσιμπηματάκι. Εδώ τσιμπηματάκι."

Raphael Lacoste, Wreck of Esperance (detail).
3D computer graphics illustration. Inspired by the work of Gaspard-David Friedrich.

Τρίτη 10 Ιουλίου 2007

Φως



Και ξαφνικά, εκεί που φαίνονται όλα μαύρα, μαύρα, κάπου από το πουθενά, ένα φως στο σκοτάδι. Τίποτα συγκεκριμένο, τίποτα. Ένα φως από το πουθενά. Κι αρχίζεις πάλι να ανασαίνεις. Διστακτικά, αλλά ανασαίνεις. Και δε σε νοιάζει πια το φως από πού έρχεται. Δεν το ψάχνεις. Είσαι ευγνώμων που έρχεται. Η ζωή βρίσκει δρόμους, σκέφτεσαι. Η ζωή βρίσκει δρόμους. Και προχωράς.

Πίνακας: Αναστασία Κροκίδη, Τρέχοντας

Τρίτη 3 Ιουλίου 2007

Ευθανασία



Με το κεφάλι κάτω να προχωρώ στους δρόμους θέλω, μόνες μου σκέψεις το φαγητό το μεσημέρι, μπάμιες καλύτερα ή φακές κι ένα κρεβάτι για το βράδυ. Μήτε ζερβά μήτε δεξιά κοιτώντας και να ‘ναι οι δρόμοι σπλαχνικοί, να με πηγαίνουν ίσια σπίτι. Άγνωστη ανάμεσα σ’ αγνώστους κι ούτε κανείς να με ρωτά τι κάνεις και πώς πας και πώς τη μέρα σου περνάς. Με το κεφάλι κάτω να προχωρώ στους δρόμους θέλω, μ’ όλη τη μνήμη μου σβησμένη, μ’ όλα τα αν και τα γιατί χαμένα, τυφλή, μουγκή και αποφασισμένη να σπρώχνω τον καιρό μου να περάσει, γιατί το θάρρος να περάσω εγώ, ποτέ δεν είχα. Κι αν επιμένουν να ρωτούν με ένα ε και, να απαντάω. Αυτό το μόνο λεξιλόγιό μου να ‘ναι. Με το κεφάλι κάτω να προχωρώ στους δρόμους θέλω, έτσι κι αλλιώς κοντά το τέλος είναι, δε θέλω υποχρεώσεις σε αγνώστους, μήτε τη λύτρωση ζητώ από κανέναν, με το κεφάλι κάτω να προχωρώ στους δρόμους θέλω, αυτό ονομάζω εγώ ευθανασία.

Σπάραγμα πορτραίτου γυναίκας, Τέμπερα σε ξύλο από φτελιά, Βρετανικό Μουσείο, Τμήμα Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων.

Κυριακή 1 Ιουλίου 2007

Τέχνη



Προχωρούσε στη φωτιά και προχωρούσε, μπήκε μέσα στη φωτιά και προχωρούσε κι αγκαλιάστηκε με φλόγες που τη γλείφαν και τη γλύφαν και τη γλείφαν και τη γλύφαν, ώσπου εξαίρετο γλυπτό την παραδώσαν, κόκαλο μαύρο. Ούτ’ ένα δράμι λίπος περιττό. Τι σημαίνει είπαμε κατατηξίτεχνος;

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2007

Πανσέληνος ξανά



Αδίκως τρόμαξα. Δεν έχει πανσέληνο απόψε. Λάθος έκαναν. Μα γιατί τόση επιπολαιότης στην ενημέρωση του κοινού; Ας είναι. Θα κοιμηθώ ήρεμα κι αυτή τη νύχτα. Δεν είναι κανείς να με σκοτώσει.

Πίνακας: Γιάννης Σταύρου, Πανσέληνος

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2007

Θησέας



Μ’ έναν πρέπει βράχο φορτωμένο στους ώμους γεννήθηκα. Όλο έπρεπε, εγώ, όλο έπρεπε. Στη σκιά αυτού του βράχου μεγάλωσα. Κι ο πατέρας; Ποιος πατέρας; Θα σε γελάσω. Αβέβαιης πατρότητας, λέει. Μπορεί θνητός, μπορεί αθάνατος, ρωτούσα τη μάνα μου, τίποτα. Όταν σε γνώρισα, πάντως, επισήμως είχα πατέρα. Λίγο διαφορετικό από τους άλλους πατεράδες είναι αλήθεια. Άλλοι κερνάνε τη γειτονιά, όταν γεννιούνται οι γιοι τους, ο δικός μου, όχι. Την είχε κοπανήσει τη μέρα που μ’ έσπειρε κι άφησε τη μάνα να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Της γειτονιάς. Αν γεννήσεις στο μεταξύ, της είπε, κι αν είναι αγόρι το παιδί, της είπε, να μείνει μεταξύ μας το παιδί, της είπε, κι αν στο μεταξύ μεγαλώνοντας γίνει άξιο το παιδί να είναι γιος μου, της είπε, τότε να έρθει να με βρει, της είπε. Αν σηκώσει το βράχο, στο μεταξύ. Κι αν βρει το σπαθί μου, στο μεταξύ. Κι αν το δρόμο το δύσκολο διαβεί, στο μεταξύ. Κι αν επιβιώσει, στο μεταξύ. Πολλά αν και μεταξύ δε νομίζεις; Κι ωστόσο έτσι μεγάλωσα. Αν μεγάλωσα. Μεταξύ. Δύσκολο πολύ να είσαι μεταξύ. Ενός. Γιατί χρειάζονται δύο για να είσαι μεταξύ κι ο άλλος δεν υπήρχε. Και πάλευα να γίνω άξιος. Για να έχω πατέρα. Αν ήμουν άξιος στο μεταξύ. Σωστά το έκανα αυτό, πατέρα; Θα σου άρεσε, πατέρα; Δυναμώνω, δεν είναι έτσι, πατέρα; Θα με αναγνωρίσεις όταν με δεις, πατέρα; Πήρα το δρόμο να σε βρω, πατέρα. Καλά δεν έκανα και σκότωσα στο μεταξύ, πατέρα; Θα με περιμένεις στο μεταξύ, πατέρα; Κάπως έτσι με τον αγνώριστο συνομιλούσα τις νύχτες για αναγνώριση. Θα σκότωνα για αναγνώριση. Και σκότωσα. Πολλές φορές. Για ένα «παιδί μου» και δυο χέρια τραχιά να μ’ αγκαλιάζουν. Κι ακόμη ευχαριστημένος δεν ήταν. Έπρεπε να ξανασκοτώσω. Κάπως έτσι ήρθα σε σένα. Για να σκοτώσω ήρθα. Ακόμη εξετάσεις για αναγνώριση έδινα. Και στο μεταξύ σε γνώρισα. Και σ’ αγάπησα. Χωρίς μεταξύ. Σ’ αγάπησα. Χωρίς όρια. Την αναγνώρισα εγώ την αγάπη, δε δυσκολεύτηκα. Αυτή είναι, είπα. Χωρίς εξετάσεις. Και μ’ αγάπησες κι εσύ, είπες. Έτσι είπες. Αλλά δεν την πρόσφερες όπως-όπως την αγάπη σου. Αν μ’ αγαπάς, παντρέψου με, είπες. Κι αν με παντρευτείς, εγώ θα σε σώσω. Κι επέμενες. Κι ας ήξερες εσύ που πολύ μ’ αγαπούσες, πως θα πέθαινα εκεί μέσα χωρίς τη βοήθειά σου. Στροφές ανάποδες πήρε το μυαλό μου τότε, μα δεν το έδειξα. Έπρεπε να σωθώ. Για να ξεμπερδεύω. Ορκίστηκα να ξεμπερδέψω μια για πάντα. Από τις εξετάσεις. Είσαι τυχερή, Αριάδνη, που σ’ αγάπησα πολύ, είσαι τυχερή. Γιατί, έτσι όπως φρόντισα να κοπώ στις εξετάσεις, εσύ τη γλύτωσες με μια εγκατάλειψη, μονάχα. Μικρό το κακό. Ο άλλος, ο πατέρας, που περίμενε το γιόκα του νικητή, δε γλύτωσε. Γιατί στο μεταξύ, «ξέχασα» να αλλάξω τα πανιά. Της αναγνώρισης.

Στη φωτογραφία, παράσταση από κύλικα, 490-480 π.Χ. Ο Θησέας εγκαταλείπει την κοιμισμένη Αριάδνη στο νησί της Νάξου, ενώ ο Ερμής παρακολουθεί.

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2007

Διόνυσος





Φταίω. Ότι φταίω, φταίω. Το πήρε είδηση και με καταράστηκε. Μα δε βαρυγκώμησα ποτέ που κείτομαι τ’ ανάσκελα εδώ. Κοτζάμ άντρας 10,50 μέτρα. Ανάσκελα κολλημένος στο χώμα. Καταδικασμένος σε αιώνια ακινησία. Να με χαστουκίζουν οι βροχές και να με κουτσουλάνε τα πουλιά. Γιατί; Γιατί αγάπησα. Εγκλημάτησα από αγάπη. Προσπάθησα να την κρατήσω κοντά μου, μ’ όποιον τρόπο μπορούσα, χωρίς να υπολογίζω τα θέλω της. Τη διεκδίκησα, ναι. Φυσικό δεν ήταν; Σιγά να μην την άφηνα στο φλούφλη. Τη χρησιμοποίησε και την πέταξε. Γελάω, όποτε τον θυμάμαι. Έτρεμε σαν εμφανίστηκα μπροστά του, ο γενναίος. Λόγια πολλά και πράξεις μηδέν. Αν δεν ήταν εκείνη, δε θα ήταν αυτός που έγινε. Ο «ήρωας». Κι αν δεν ήμουν εγώ, θα ήταν κάποιος άλλος, κάτι άλλο, που θα τον φόβιζε. Με την πρώτη ευκαιρία θα την πρόδιδε. Να με ευγνωμονεί πρέπει ο αχρείος. Τουλάχιστον, έχει να δικαιολογείται πως δεν μπορούσε σε θεό ν’ αντισταθεί. Τρίχες. Έτσι είναι οι αγάπες, ρε; Έτσι; Την κάνουμε στην πρώτη δυσκολία; Ποτέ δεν της τα είπα όλα αυτά. Την άφησα να με καταριέται. Έσκυψα το κεφάλι, άτολμο παιδί μπροστά της, και την άφησα να με καταριέται. Καλύτερα, καλύτερα να καταριέται εμένα, παρά να νοιώσει πως την πέταξε. Πως δεν την αγάπησε ποτέ. Αυτό, όχι. Αυτό δε θα το άντεχε. Μην κοιτάς, εγώ αντέχω. Μάρμαρο εγώ. Τι θεός θα ‘μουν; Αντέχω. Άντεξα το βλέμμα της που ξεστράτιζε από πάνω μου, δεν υπήρχα ώρες-ώρες γι’ αυτήν, δεν υπήρχα. Άντεξα που έφευγε τις νύχτες από την αγκαλιά μου, στεκόταν στο παραθύρι κι αγνάντευε τη μαύρη θάλασσα. Άντεξα. Μια κουβέντα είναι αυτό, δηλαδή. Θυμάμαι την έκπληξη τους σα με σκαλίζαν τότε. Δεν πίστευαν στα μάτια τους που ράγισα έτσι. Με παράτησαν στο νταμάρι. Δε γινόταν τίποτα, λέει, με μένα. Να σταθώ στα πόδια μου, δεν υπήρχε ελπίδα. Εγώ ο ανθεκτικός. Ραγισματιές γέμισα. Ραγισματιές. Ρωγματώσεις τις λένε οι σημερινοί τις ραγισματιές, το ήξερες; Ήρθανε από πάνω και με ψάχνανε, με βάλανε στο μικροσκόπιο, οι επιστήμονες. Δεν πα να τις λένε όπως θέλουν. Τι ξέρουν αυτοί; Εγώ αγάπη τις λέω. Είναι η αγάπη που ραγίζει τις πέτρες. Φύγε τώρα από πάνω μου. Σκοτείνιασε. Θέλω να μείνω μόνος μαζί της. Σου το είπα. Δε βαρυγκώμησα ποτέ που κείτομαι τ’ ανάσκελα. Γιατί μπορώ να τη βλέπω. Έστω κι έτσι. Να τη, πρόβαλε πάλι. Τη βλέπεις; Εκεί, εκεί ψηλά. Αυτό το στεφάνι φόρεσε στα χρυσά της τα μαλλιά σαν παντρευτήκαμε. Εγώ της το χάρισα. Ρώτα να σου πουν γι’ αυτήν. Corona Borealis, έτσι την ξέρουν.

* Στη φωτογραφία, ο Κούρος της Νάξου, ο που δεν τέλειωσε ποτέ. Λένε πως είναι ο Διόνυσος ή ο Απόλλωνας. Με βόλεψε ο Διόνυσος. Ζητώ συγγνώμη από τον Απόλλωνα.

** Τώρα που το ξαναδιαβάζω, μου φαίνεται πιότερο ταιριαστό να ζητήσω συγγνώμη από το Διόνυσο. Τον Απόλλωνα δεν τον κακοποίησα. Ακόμη.

Κυριακή 24 Ιουνίου 2007

Αριάγνη



Σ’ αγάπησα πολύ εκεί κάτω. Πρόδωσα για χάρη σου, το ξέρεις. Κι εσύ με παράτησες. Θύμωσα πολύ μαζί σου, τότε. Πολύ. Σε σκέφτομαι, κάπου-κάπου. Κάπου-κάπου, όχι πολύ. Κάπου-κάπου. Είμαι με κάποιον που μ’ αγαπάει τώρα. Κι αν θες να ξέρεις, έχει δύναμη μεγάλη. Τον λατρεύουν. Εγώ; Αν τον λατρεύω εγώ, ρωτάς; Του χρωστάω πολλά. Ζω ήσυχα. Ήσυχα ζω. Είναι τάχα λίγο αυτό; Κι εσύ; Εσύ, μια και το ‘φερε η κουβέντα, πώς ζεις; Ξέρεις, όταν κάπου-κάπου σε σκέφτομαι, κάπου-κάπου, όχι συνέχεια, δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ τι έφταιξε, καταλαβαίνεις φαντάζομαι, οποιαδήποτε στη θέση μου θα αναρωτιόταν. Δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ. Όχι ότι σ’ αγαπώ ακόμη, μην πάει εκεί το μυαλό σου, έτσι από περιέργεια ρωτώ. Λοιπόν, ακούω. Μεταξύ μας είμαστε, εξάλλου. Κι έχει περάσει τόσος καιρός. Κι όπως σου είπα ήδη, ζω ήσυχα τώρα. Ήσυχα ζω. Ήμουν πια δεδομένη, λες; Αυτό να ‘φταιξε; Το σκέφτομαι κάπου-κάπου αυτό. Κάπου-κάπου. Είχες τα δίκια σου. Δε σου επέτρεψα να σου λείψω. Ήμουν πάντα εκεί. Κουραστικό αυτό το πάντα εκεί, δε συμφωνείς; Δε σου επέτρεψα να σου λείψω. Εδώ που τα λέμε κι εγώ δε θα το άντεχα αυτό το πάντα εκεί. Να υποθέσω ότι ερωτεύτηκες άλλη; Θα ‘ταν μια καλή δικαιολογία αυτό. Δε βοηθάνε όμως οι πηγές. Δε λένε κάτι τέτοιο. Έτσι ξαφνικά μ’ εγκατέλειψες, λένε. Να υποθέσω ότι φταίει αυτή η κλωστή; Τι σε βοήθησε αυτή η κλωστή να βρεις; Το δρόμο θα πεις. Ναι, αυτό το λένε κι οι πηγές. Το δρόμο. Αλλά ποιο δρόμο; Για έξω; Για μέσα; Αυτό δεν το λένε οι πηγές. Θέλω να πω, ναι, βγήκες έξω. Αλλά από ποιο λαβύρινθο; Από ποιο λαβύρινθο; Κι έφυγες μακριά. Φύγαμε μακριά. Όσο περισσότερο το σκέφτομαι, όχι, όχι περισσότερο, κάπου-κάπου, κάπου-κάπου, λέω μήπως αυτό έφταιξε. Αυτός ο πληθυντικός. Το φύγαμε μακριά. Γιατί αν είναι έτσι, αν, λέω είναι έτσι, τότε μόνο εγώ έφυγα μακριά. Εσύ δεν έφυγες. Γιατί κουβαλούσες κι εμένα μαζί σου. Κι εγώ ήμουν κομμάτι αυτού του λαβυρίνθου. Πόσο ελεύθερος μπορείς να νοιώσεις κουβαλώντας ένα τέτοιο κομμάτι μαζί σου; Πόσο «έφυγες»; Πόσο μια νέα αρχή μπορείς να κάνεις, όταν κάποιος σε ξέρει καλά; Όταν εκείνον να τον ξεγελάσεις δεν μπορείς; Όταν για εκείνον είσαι επίσης δεδομένος; Όταν σε ξέρει σαν κάλπικη δεκάρα; Ίσως ήταν καλύτερα, ίσως ήταν καλύτερα, λέω, καλύτερα που έφυγες μόνος τελικά. Πώς θα χωρούσα στη νέα σου ζωή; Δεν ταίριαζα με το σχέδιο σου της αναγέννησης. Δεν ταίριαζα. Τώρα βέβαια τι σημασία έχουν όλα αυτά τώρα πια θα πεις. Έλα, μη μελαγχολείς. Δεν αντέχω να μελαγχολείς. Καμία. Καμία δεν έχουν. Κουβέντα να γίνεται. Κουβέντα να γίνεται. Ε, όπως και να το κάνεις, και τις χαζοκουβέντες τις έχουν ανάγκη οι άνθρωποι κάπου-κάπου. Κάπου- κάπου.

Φωτογραφία: Γιαννούλης Χαλεπάς, Κεφάλι Αριάδνης

Σάββατο 23 Ιουνίου 2007

Αμήχανον




Το ξέρω πως δεν πρόκειται ποτέ να φύγω από δω. Κλείσανε οι δρόμοι με κυκλώσανε, στη μέση εγώ Μανώλης και γύρω-γύρω οι δρόμοι. Κι όλο κάποιος το τραβάει το σκαμνί κι όλο χάνω και ξανακάθομαι σ’ αυτό και πάν οι δρόμοι και το φτού ξελευτερία. Μόνο το δεν περνάς έμεινε. Το δεν περνάς κυρά-Μαρία. Κι ύστερα σου λέει μεγαλώσαμε.

Πίνακας: Καίτη Μαυρομμάτη, Γυναίκα Σε Μπαλκόνι.

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2007

Μόνο και μόνο γιατί μ' αρέσει να το ακούω...



- Σκουτελοβαρίχνω σου!

- Αντιστέκομαί σου!

Ο πίνακας του Γιάννη Μόραλη

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2007

Γεωγραφίες



Εκείνη η σκάλα, σου έλεγα, εκείνη η σκάλα, την ανέβαινα με την καρδιά σφιγμένη, άλλο δε θυμάμαι από κείνη τη σκάλα στο σπίτι του Καβάφη, ένα είμαι εδώ, είμαι εδώ, και σκόνταψα θυμάμαι κι ένοιωσα τρόμο που ασέβησα σκοντάφτοντας κι ύστερα που ανέβηκα και σταμάτησε ο χρόνος, θολά όλα, όχι, δεν ήταν σκονισμένα τα έπιπλα, σου έλεγα. Πού; Στο σπίτι του Καβάφη στην Αλεξάνδρεια, απαντούσα. Ναι, αλλά πού, σε ποια οδό; Δεν ήξερα να πω, δεν το θυμόμουν, μόνο τον κόμπο στο στομάχι ήξερα, μα εσύ επέμενες. Kαι κάπως έτσι έπαψα να μιλώ για Αλεξάνδρεια. Κι άλλοτε πάλι, μύριζε το ποτάμι, σου έλεγα, μια βαριά γλυκερή μυρωδιά μύριζε, ανθούς και θυμιατά και κρέας ψημένο και σαπούνι και κόσμος πολύς στο θολό ποτάμι, από δω να καίνε νεκρούς κι από κει να πλατσουρίζουν παιδιά στο μαύρο το νερό, από δω να ξυρίζουν το κεφάλι τους οι γιοι των πεθαμένων κι από κει οι ζωντανοί να πλένουν τα πολύχρωμα , ζωή και θάνατο μύριζε το ποτάμι, σου έλεγα. Ποιο ποτάμι; Δεν ήξερα να πω, κάπου στο Νεπάλ, απάντησα. Ναι, αλλά πού ακριβώς; Δεν ήξερα να πω, δεν το θυμόμουν, μόνο τη μυρωδιά του ήξερα, μα εσύ επέμενες. Kαι κάπως έτσι έπαψα να μιλώ για το Νεπάλ. Και γι’ άλλους τόπους έτσι. Έπαψα να μιλώ. Για όλους έπαψα να σου μιλώ, για όλους. Γιατί ονόματα και αριθμούς δεν έχω να σου δώσω. Χρώματα οι μνήμες μου και μουσικές και γεύσεις και κόμποι και ξαφνιάσματα. Πάει να πει χωρίς αντίκρισμα. Αν δεν τα ονοματίσεις, δεν υπάρχουν για κανέναν άλλον έξω από σένα. Και καλά οι ξένοι. Αλλά εσύ; Εσύ; Εσύ που δεν είσαι έξω από μένα, είσαι; Πώς τις μηδένισες τις μνήμες μου και κάπως έτσι γελαστά με αποκάλεσες αγεωγράφητη;

Πίνακας: Γ. Βακιρτζής, Άνθρωποι

Κυριακή 17 Ιουνίου 2007

Να σου ψιθυρίσω δύο φωνήεντα;



Τη διαφορά ανάμεσα στο α και το ο, την ξέρεις φαντάζομαι. Όχι; Έλα, πρόφερε μαζί μου α. Το βλέπεις πόσο μεγάλο ανοίγει το στόμα σου; Αφήνει χώρο πολύ. Για όλους. Πρόφερε τώρα μαζί μου το ο. Παρατηρείς; Παρατηρείς πόσο ο χώρος στενεύει; Πώς έρχονται τα χείλη σου πιο κοντά το ένα στο άλλο; Εκεί δε χωράν πολλοί. Στριμωχτά είναι. Και σου έχω πει πόσο μ’ αρέσει το στρίμωγμα, δε σου το έχω πει; Ωραία. Την επόμενη φορά, λοιπόν, όποτε χρειαστεί, όποτε, να σε πιέζω δε θέλω, όποτε χρειαστείς να το πεις, όποτε, μη μου ξαναπείς σ’ αγαπάω, γιατί το ίδιο λες στον αδελφό σου, στην αδελφή σου, στη μάνα σου. Δε θέλω αυτό το α σου το μεγάλο, που τους χωράει όλους, με μπερδεύει. Θέλω το ο σου να ακούω τονισμένο, να στρογγυλεύουν καραμέλες τα χείλη σου, να χωράνε μόνο εμένα. Όποτε μ’ αγαπάς, αν, όποτε, αν, όποτε, ποτέ μη μου ξαναπείς σ’ αγαπάω. Ποτέ. Σ’ αγαπώ να μου λες, μονάχα. Σ’ αγαπώ.

Πίνακας: Γιώργος Μήλιος, Σ’ αγαπώ, μικτή τεχνική σε μουσαμά

Η παράδοση



Πατέρας παραδίδει κόρη στο συμπέθερο.

«Συμπέθερε, φεύγουμε εμείς, την αφήνουμε στα χέρια σου τώρα. Εσύ είσαι ο πατέρας. Και αν κάτι δεν πάει καλά, ξέρεις εσύ. Ρίξε και κανένα μπερντάκι. Δε χάλασε ποτέ κανέναν».

Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, η κόρη δεν αντέδρασε στο άκουσμα των λόγων. Ούτε τότε, ούτε αργότερα. Γιατί ένα χεράκι ξύλο δε χάλασε ποτέ κανέναν. Κι ας μην ήταν εγκληματίας. Κι ας μην υπηρετούσε ούτε ο πατέρας, ούτε ο συμπέθερος, ούτε ο γιος του συμπεθέρου στο αστυνομικό τμήμα της Ομόνοιας.

Πίνακας: Γιώργος Μπουζιάνης, Γυναίκα Που Κοιτάει Πίσω. Υδατογραφία σε χαρτί.

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2007

Μάτια



Η κυρά Μαριώ, που λες, ήταν όμορφη γυναίκα. Κακάσχημη αλλά όμορφη, αν εννοείς. Μπαξές. Με τα αστεία της, με τα γέλια της τα τρανταχτά, με τα χαχαχα με παρασύρατε κι είναι και παιδιά μπροστά, και με τα όλα της. Αν εννοείς. Κρεμόμαστε όλοι από το στόμα της. Κι απ’ το τηγάνι της. Μια πρέζα κύμινο και μπόλικο κρασί και τσιτσίριζε γύρω της όλη τη γειτονιά σμυρνέικο σουτζουκάκι. Να τσιτσιρίζονται στο τηγάνι τα σουτζουκάκια κι αυτή από πάνω. Να τσιτσιρίζεται. Με μια πρέζα δάκρυα και μπόλικο «καλέ συ Παναγιά μου κι άγια μου Φωτεινή, βοήθα με κι εμένα την Αλατσατιανή» Πάνω απ’ το τηγάνι να τσιτσιρίζεται. Και μας τσιτσίριζε κι εμάς ολόγυρα. Κάθε φορά αυτό. Πρώτα το γέλιο, ύστερα το κλάμα, πρώτα το κλάμα, ύστερα το γέλιο, αδιάφορο. Αλλά μας άρεσαν όλα της τα νόστ-ιμα. Αν εννοείς. Και το κλειδί στη γλάστρα με το γεράνι. Σε περίπτωση ανάγκης. Και το βάζο με το γλυκό τριαντάφυλλο σε ράφι χαμηλό. Να το φτάνουνε τα χέρια μας. Μπαίναμε, σεργιάνι στη γειτονιά η Μαριώ, αδειάζαμε το βάζο, την άλλη μέρα πάλι γεμάτο το βρίσκαμε. Κι άχνα. Ποιος μπήκε, ποιος βγήκε, δε νοιαζόταν. Ήξερε. Η ανάγκη μπαινόβγαινε. Δε νοιαζόταν. Η ανάγκη. Δική της και δική μας. Να ταΐζεται και να ταΐζει. Δε νοιαζόταν για τίποτ’ άλλο. Μόνο γέμιζε γλυκό τριαντάφυλλο και πάλι και πάλι. Κι εμείς εκεί. Τι κι αν κοκκίνιζε η βέργα τα χέρια μας στο σχολειό την επομένη. Εμείς επιμέναμε. Την κατσίκα του Δία τη λέγανε Μαριώ και για κέρατο είχε ένα βάζο με γλυκό τριαντάφυλλο.

Και μου λείπει η Μαριώ, φιλαράκι, μα την Παναγία και την άγια Φωτεινή, μου λείπει. Μεγαλώνει η γειτονιά αλλά Μαριώ δεν έχει. Μπαξές είσαι κι εσύ, δε λέω. Με τα αστεία σου και με τα σοβαρά σου κι όλα τα νόστιμά σου. Και τσιτσιρίζομαι μαζί σου, που τσιτσιρίζεσαι. Και, α, όλα κι όλα, αδικίες δε θέλω, το κλειδί κι εσύ στη γλάστρα με το γεράνι, όταν λείπεις, το αναγνωρίζω. Γιατί ξέρεις πως στην πόρτα σου η ανάγκη με φέρνει. Αν εννοείς. Και το βάζο με το γλυκό τριαντάφυλλο στη θέση που πρέπει. Να το φτάνω. Αδειάζω εγώ, γεμίζεις εσύ και πάλι και πάλι. Αν εννοείς. Μόνο να, ένα παράπονο έχω. Εσύ νοιάζεσαι λιγουλάκι παραπάνω από τη Μαριώ μου ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει στο σπίτι σου και ποιος το βάζο με το γλυκό τριαντάφυλλό σου αδειάζει. Κι άχνα μη βγάλεις. Το ξέρω πως νοιάζεσαι. Το νοιώθω που με μετράς. Πότε μπαίνω, πόσο μένω, αν ήταν η βίζιτα αρμένικη ή όχι, πόσο γλυκό τριαντάφυλλο κεράστηκα. Το νοιώθω που με μετράς. Έρχομαι σπίτι σου, λείπεις, αλλά μάτια να με μετράνε αφήνεις πίσω. Μάτια να με μετράνε. Αν μ’ εννοείς. Και γαμώτο, φιλαράκι, μου λείπει η Μαριώ μου, μου λείπει η αθωότητά της, όλο και πιο πολύ μου λείπει, γιατί ξέρεις…Να, πώς να στο πω, δε μ’ αρέσει γαμώτο να μετράνε τις μπουκιές μου, δε μ’ αρέσει. Κάπως ανοίκεια νοιώθω. Κάπως ανοίκεια. Κι όταν νοιώθω ανοίκεια, φιλαράκι, να, πώς να στο πω να μην παρεξηγήσεις, δε θέλω να παρεξηγήσεις, αλλά να…Μου κάθεται το γλυκό τριαντάφυλλο στο λαιμό και δεν μπορώ να το απολαύσω. Αν μ’ εννοείς.

Πίνακας: Χρήστος Γαρουφαλής, Μάτια.

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2007

Το κλειδί



Το λένε κλειδί, παιδί μου, γιατί ξεκλειδώνει, έτσι έλεγε. Κι εγώ γελούσα, γιατί την ίδια ακριβώς παράξενη, κατά κάποιο τρόπο, ετυμολογία, ακολουθούσε με τα περισσότερα των γύρω πραγμάτων. Τα μελομακάρονα, παραδείγματος χάριν, σα να την ακούω τώρα, τα λένε, παιδί μου, μελομακάρονα γιατί είναι μακαρόνια με μέλι. Ή το άλλο που, επίσης, δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω. Το λένε κουνελάκι τηγανητό, γιατί το κουνελάκι είναι νόστιμο, μόνο όταν το μαγειρεύεις στο τηγάνι. Κάπως έτσι. Ναι, κάπως έτσι γελούσα με την κυρία Μαρία, τη γειτόνισσα. Έπειτα, κλειδωνόμουν στο δωμάτιό μου με το κλειδί που ξεκλειδώνει ανά χείρας κι έγραφα στο αγαπημένο μου ημερολόγιο τα σώψυχά μου. Όλα. Επί παντός επιστητού. Κι ανεπαισθήτου. Κι όσο το φόρτωνα το ημερολόγιο, τόσο ξεφόρτωνα εγώ. Ύστερα, με το κλειδί που ξεκλειδώνει, προσεκτικά το κλείδωνα και το έκρυβα σε κρυψώνα σίγουρη (επιμένω να πιστεύω) και το κλειδί στον κόρφο μου κρεμούσα, μην τυχόν κι όλα όσα έγραφα πέσουν στα χέρια του πατέρα και τα διάβαζε και ποιος τον άκουγε τον πατέρα, όταν φόρτωνε, πού σε πονεί και πού σε σφάζει. Πολύ περισσότερο, αν υποψιαζόταν πως τα γνώριζε και η κυρία Μαρία τα βάρη μου. Κι ήταν αρκούντως φορτωμένο το ημερολόγιο για να τον φορτώσει. Και περνούσε ο καιρός και γύριζα στις πίσω σελίδες, έβλεπα τον εαυτό μου στριμωγμένο να καθρεφτίζεται σ’ αυτές και γελούσα. Ή έκλαιγα. Αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης. Τον ξανακλείδωνα με το κλειδάκι και τον άφηνα εκεί στο στρίμωγμά του.

Ύστερα τα πράγματα άλλαξαν. Η κυρία Μαρία έπαψε να περιφέρει την παράξενη ετυμολογία της στη γειτονιά, όχι διότι εστέρεψε φαντασίας, γειτονιάς εστέρεψε, αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης. Αλλάξαν όλα. Κι εγώ άλλαξα. Το ημερολόγιο έγινε μπλογκ ή βλογ ή διαδικτυακό ημερολόγιο, αλλά κι αυτό δεν είναι της παρούσης. Κι όλα τα αισθητά κι ανεπαίσθητα, όλα τα μου, όλα τα για μένα, όλα αυτά για τα οποία φοβόμουν έναν και μόνον πατέρα, άντε και την κυρία Μαρία της γειτονιάς, σε κοινή θέα, πια. Αλλά δε φοβάμαι. Όχι διότι, όπως, προηγουμένως, σου ετόνισα, εξέλιπε η γειτονιά. Όχι, καθόλου έτσι μη σκεφτείς. Το κλειδάκι εξέλιπε. Το κλειδί που, κατά την κυρία Μαρία, το λένε κλειδί, γιατί ξεκλειδώνει. Κι όσοι διαβάζουν τα δικά μου μου και τα για μένα, κουβαλούν τα δικά τους κλειδιά και ξεκλειδώνουν. Τα δικά τους κλειδιά. Κι αντικρύζουν όχι εμένα, αλλά τους εαυτούς τους στριμωγμένους στις σελίδες. Και γελάνε. Ή κλαίνε. Πράγμα το οποίον, επίσης, δεν είναι της παρούσης. Γελάνε ή κλαίνε. Αλλά όχι για μένα. Όχι για μένα. Για κείνους. Για κείνους γελάνε ή κλαίνε. Και αυτό, ναι, αυτό είναι της παρούσης. Γιατί το δικό μου κλειδί, που το λένε έτσι γιατί ξεκλειδώνει, πάντα στο δικό μου κόρφο κρεμασμένο είναι. Σε κανενός άλλου. Κι ο πατέρας που, ίσως, θα μπορούσε να το βρει, δε σερφάρει. Ούτε η κυρία Μαρία.

Πίνακας: Γιάννης Ψυχοπαίδης, Το Γράμμα Που Δεν Έφτασε.