Το πηγάδι...
Το πηγάδι ήταν το όριο. Αυτό δεν έπρεπε ποτέ να το προσπεράσω, χωρίς άλλον δίπλα μου. Ούτε να το πλησιάσω χωρίς άλλον έπρεπε. Γιατί εκεί μέσα ζούσε ο δράκος και «σα δει μονάχα τους μικρά παιδιά, χραπ! ορμάει απ’ τα βαθιά, χραπ! σε κάνει μια χαψιά», το πίστευα, γιατί να μην το πιστέψω, οι αγαπημένοι μου το έλεγαν, θέλουν οι αγαπημένοι μας το κακό μας; Όχι, δεν το θέλουν.
Το πηγάδι ήταν ο φόβος μου. Και πρέπει να ήταν πολύ μεγάλος γιατί ξεπερνούσε την αγάπη για τη μάνα μου. Αλλιώς γιατί να την ακολουθώ μέχρι εκεί μόνο, κάθε, μα κάθε πρωί, που την παρακαλούσα να μην πάει στο εργοστάσιο και να μείνει μαζί μου; Μπροστά εκείνη, πίσω εγώ, κλαίγοντας. Κι οι δυο κλαίγαμε. Την ακολουθούσα, μην πάς σήμερα, δεν μπορώ, φώναζε. Μέχρι το πηγάδι. Και κείνη το ήξερε πως θα σταματήσω εκεί, ναι, ήταν σίγουρη πως θα σταματήσω εκεί, γιατί αλλιώς, γιατί κατέβαζε το κεφάλι κι έφευγε, σχεδόν τρέχοντας, χωρίς να κοιτάξει πίσω της ξανά;
Το πηγάδι ήταν η χαρά μου. Όσες φορές το προσπέρασα, πάντα μαζί με κάποιον άλλον, με περίμενε η στέρνα με τα νερά της τα πράσινα και με τα αλογάκια της παναγίας και με τα καφάσια τα χόρτα που ξεπλένονταν απ’ το χώμα. Με περίμενε ο φοίνικας που στα ριζά του μαζεύονταν οι εργάτες του χωραφιού και κολατσίζανε και λέγανε ιστορίες. Μα πάνω απ’ όλα με περίμενε ο δρόμος. Ο δρόμος που οδηγούσε στην πόλη με τους σινεμάδες της και με τα λεωφορεία της και τα μαγαζιά της. Στην πόλη με τα θαύματά της.
Όσο μεγάλωνα, τα πηγάδια πλήθαιναν. Τις περισσότερες φορές ήμουν καλό παιδί. Φοβισμένο, αλλά καλό. Δεν τα πλησίασα. Τα σεβάστηκα και με σεβάστηκαν κι οι δράκοι τους. Τις περισσότερες φορές. Γιατί ήταν και κάποιες άλλες που να, τώρα που το εξομολογούμαι τρέμω απ’ το φόβο, ήταν λέω και κάποιες άλλες που δεν τα φοβήθηκα. Τα προσπέρασα και βγήκα στη στέρνα και στα θαύματα της πόλης. Μονάχα εγώ. Χωρίς κανέναν να με συνοδεύει. Και τα ‘ζησα τα θαύματα. Για λίγο…