Σάββατο 31 Μαρτίου 2007

Φόνος


Φορές τον ύπνο μου στοιχειώνουν εφιάλτες. Πεθαίνει η μάνα κι ο πατέρας, λέει, και κλαίω κλαίω κλαίω, όπως θα έπρεπε κάθε παιδί μάλλον να κλαίει ή, ίσως, κι όχι όπως θα έπρεπε, γιατί λίγο υποκριτικό το κλάμα μου το βρίσκω, φωνάζει δυνατά και με τρομάζει, φωνάζει δυνατά να πνίξει το θόρυβο των αλυσίδων που σπάζουν, με ξεκουφαίνει αυτός ο θρίαμβος των αλυσίδων που σπάζουν και κλαίω πιο πολύ να μην ακούω, είναι και κόσμος δίπλα, τι θα πει ο κόσμος, τι θα πει, τι να πει ο κόσμος για ένα παιδί που κλαίει χαρούμενο τους γονείς του που πέθαναν, κι ύστερα ξημερώνει και κλαίω ακόμη πιο πολύ για μένα το φονιά, όχι γιατί εφόνευσα, αλλά γιατί πολύ πιο πριν ο φόνος έπρεπε να γίνει.

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2007

Τίποτα


Δεν το περίμενα από σένα, αλλά λάθεψες. Ένα άδειο κοχύλι, αυτό είναι τίποτα, είπες, κι εγώ σε πίστεψα. Όμως, δες, κοίταξα κοχύλια κι αυλακώθηκε στις αυλακιές τους το βλέμμα μου. Είπα κοχύλια και σκάλωσε η φωνή μου στο κ και στο χ και γέμισε υγρά το λ το στόμα μου. Κι ύστερα κοίταξα το άδειο και δεν είδα τίποτα. Κι είπα άδειο κι άδειο έμεινε το στόμα μου. Λάθεψες. Δεν είναι άδειο κοχύλι το τίποτα. Μόνο άδειο είναι. Σκέτο άδειο.

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2007

Απολιθωμένο δάσος


Ξύλο, σου είπα, νοιώθω. Και με μέτρησες άνθρακες δεκατέσσερις. Κι αποφάσισες πως πανάρχαιοι οι ρόζοι μου είναι, και σεβαστικά μου φέρθηκες, δε λέω, μόνο να, πόνεσε λίγο το κάρφωμα εκείνης της επιγραφής, προσοχή απολιθωμένο, γιατί βλέπεις, περνάν όλοι και κοιτάζουν και δεν αγγίζουν και συγγνώμη που σε στεναχωρώ, αλλά τώρα νοιώθω πιο ξύλο από ό,τι πριν, γιατί βλέπεις, θα προτιμούσα με τσεκούρι να με κόψεις, όπως παλιά, παγκάκι να γίνω να ‘ρχονται στην αγκαλιά μου οι ερωτευμένοι, έρωτα ξανά να νοιώσω έστω κι έτσι, γιατί βλέπεις, θα προτιμούσα με τσεκούρι να με κόψεις, να με φάει η αλμύρα ακρόπρωρο των καραβιών, ξανά να ταξιδέψω έστω κι έτσι, γιατί βλέπεις, θα προτιμούσα με τσεκούρι να με κόψεις, σκλήθρα να γίνω σανιδιού θεατρικού, μαγεία να ξανανοιώσω έστω κι έτσι, γιατί βλέπεις, θα προτιμούσα με τσεκούρι να με κόψεις, να ζωγραφίζουν πάνω μου πορτραίτα στο Φαγιούμ, ανάμνηση να γίνω έστω κι έτσι, και τέλος-τέλος, αν το αίμα απ’ το τσεκούρι δεν τ’ αντέχεις, κάψε με στη φωτιά στον Κλήδονα, να πηδάνε από πάνω μου παιδιά, παιδί να ξαναγίνω έστω κι έτσι, ή έστω, αν κρίνεις πως δεν αξίζω τέτοια τύχη, κάψε με Ιούδα το Μεγαλοβδόμαδο, το προτιμώ το φτύσιμο από το σεβασμό σας.

Κυριακή 25 Μαρτίου 2007

Επιστολή...

Κυριακή, Μαρτίου 25, Σωτηρίου έτους 2007, ώρα 15.00

συστολή
νίκησε ήδη η ντροπή στο χθεσινό χρηματιστήριο αξιών 4-1

περιστολή
η φτηνή βροχή των κερμάτων ήδη έπαψε να δαπανάται στην κεντρική λεωφόρο

υποστολή
οι πλανόδιοι ήδη μετράνε ζημιές δε φορέθηκε το μπλε φέτος

αποστολή
ο έκαστος εφ ω ετάχθη ποιητής ήδη βρήκε την placebo λέξη του
κι εγώ

διαστολή
σφαδάζω ήδη ελπίζοντας νέα γέννα από το 0 γιατί

αντιδιαστολή
για μένα φάρμακο δε βρέθηκε παραμένω ήδη υπό εξέγερση

αναστολή
γιατί βλέπεις το εμπέδωσα πολύ το ήδη μου λείπεις σου

καταστολή
γιατί βλέπεις το έχετε ήδη 0 αδιάβαστα μηνύματα

απείθαρχο της λογικής με συλλαμβάνει.

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2007

Η Αφροδίτη της Μήλου...

Στων ματιών μου τις κόγχες καρφώθηκε η νύχτα, είπες. Και μάζεψα ένα-ένα τ’ άστρα και την κέντησα ξανά να δεις. Κι είδες στα χέρια μου πληγές απ’ το βελόνι κι είπες. Πόσο φρικιαστικό το θέαμα είναι. Κι έπιασα τα χέρια μου και τα ‘κοψα να μην τα βλέπεις πια και σε τρομάζουν...

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2007

Στ(ο)ιχηθείτε...

Όλη την νύχτα έκλαιγε μαύρο αίμα η νύφη και βάψαν τα σεντόνια. Και με το χάραμα, βγήκε στο μπαλκόνι και τα κρέμασε η νύφη που έχασε την παρθενιά της. Και τα είδαν οι συμπέθεροι του κόσμου που κι αυτοί ύπνο δεν είχαν και χάρηκαν. Καλώς όρισες, νυφούλα μας, στον κόσμο των μυημένων, είπαν…

Βύρων Λεοντάρης, Νυχτερινά...

Πονώ γιατί πέρασε μέσ' απ' την καρδιά μου
ένα μεγάλο αγκάθι
σπρωγμένο με τόση άνεση από δάχτυλα
που αγάπησα δίχως ελπίδα δίχως σύνεση
και τώρα πια δεν έχω λόγια να σκοτώσω τούτη την πληγή
φωνές για να την κρύψω.
Γιατί, δε θέλω, δεν μπορώ, δεν καταδέχομαι,
όσα έζησα
τώρα μονάχα ποίηση νά 'ναι.

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2007

Παραμυθάκι...

Κι ήρθε ο Μαυροφτέρουγος και μάζεψε τα όνειρα των παιδιών και τα ‘κλεισε σε σεντούκι εφτασφράγιστο και σκόρπισε τα κλειδιά στους πέντε ανέμους. Και κλαίγανε τα παιδιά, μαύρο δάκρυ. Και τα συνάξανε οι σοφοί και τους είπαν. Ψάξτε να βρείτε τα κλειδιά, τούτη να ‘ναι η μόνη σας φροντίδα, τούτη είναι η μόνη σας ελπίδα. Κι άρχισαν τα παιδιά του κόσμου να ψάχνουν τα κλειδιά. Ψάξαν εδώ, ψάξαν εκεί, τον κόσμο όλο γύρισαν. Κι όταν τα μάζεψαν, άνοιξαν το σεντούκι και βρήκαν τα όνειρά τους και τα φόρεσαν. Μα τους στένευαν. Είχαν μεγαλώσει πια. Και χρόνο να ράψουν καινούρια στα μέτρα τους, δεν είχαν…


Παρασκευή 16 Μαρτίου 2007

Το απονενοημένο...

Το κρέμασμα ντροπή, κι οι δούλοι ακόμα
τέτοιο χαμό για αισχρό τον λογαριάζουν.
Έχει αρχοντιά κι ευγένεια το μαχαίρι
κι απ’ τη ζωή γοργά ξεφεύγεις.
Ευριπίδη, Ελένη

Διάβασε. Ύστερα, έκλεισε πολύ προσεκτικά, όπως πάντα, το βιβλίο και τ’ ακούμπησε πάνω στο τραπέζι, πλάι στο περίστροφο, το μαχαίρι και το σκοινί. Είχε αποφασίσει. Τακτοποίησε τις τελευταίες λεπτομέρειες, πολύ προσεκτικά, όπως πάντα. Έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω της και χάθηκε στη νύχτα. Αθορύβως. Τραγική αυτόχειρας, έγραψαν την άλλη μέρα οι εφημερίδες. Όχι, δεν ξέρουμε γιατί θέλησε να βάλει τέρμα στη ζωή της, είπαν οι γείτονες, ίσα-ίσα ήταν πάντα χαμογελαστή, και γιατί να μην είναι, τα είχε όλα. Όχι, δε βρέθηκε το πτώμα της. Όχι, δεν υπήρχαν αίματα στον τόπο, μόνο μια μάσκα πεσμένη στο πάτωμα. Χαμογελαστή η μάσκα. Κι ένα σημείωμα. Να πάτε να γαμηθείτε όλοι σας. Όχι, το σημείωμα δε χαμογελούσε...
(Με αφορμή τον "Νικηφόρο Ουρανό" του http://tyharpastos.blogspot.com )

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2007

Κουφάλα ζωή...

Κι εδώ, μου λέει περήφανα, ήταν ο μύλος. Βλέπεις; Πέτρες γκρεμισμένες έβλεπα, αλλά, ναι, βλέπω, είπα. Εδώ ο προπάππους σου, εδώ ο παππούς σου, εδώ κι εγώ. Ξέρεις πόσα σακιά στάρι έχω κουβαλήσει; Κι εδώ, ροβόλησε λίγο παρακάτω, σε τούτη τη βελανιδιά ξαπόσταινα κι αγνάντευα τ’ αντίκρυ. Κι όταν δεν ξαπόσταινα, πάλι αγνάντευα τ’ αντίκρυ. Εκεί, το πέρασμα ανάμεσα στα πουρνάρια, το βλέπεις; Τούτη τη φορά το είπα πιο σίγουρα το ναι, το έβλεπα το πέρασμα και τα πουρνάρια. Από κει έρχονταν, είπε. Από κει. Κάθε που τους έβλεπα να ξεπροβάλουν έβαζα το χέρι εδώ, στην κουφάλα της γριάς, τη βλέπεις; Έβαζα το χέρι κοιτάζοντας τ’ αντίκρυ. Δε φοβόμουν, είχα τα μάτια μου γερά. Δε φοβόμουν, δε μ’ ένοιαζε αν ήταν ένας, δυο, δέκα, μόνο τις τραγιάσκες τους ήθελα να δω. Μόνο αυτές. Έβαζα το χέρι στην κουφάλα κι έβγαζα δυο. Μια του ΕΛΑΣ και μια του ΕΔΕΣ. Ό,τι φορούσαν αυτοί, φορούσα κι εγώ. Έτσι επιζήσαμε, ήταν άγριοι καιροί τότε. Δε μιλάς; Έχετε τις ευκολίες σας εσείς και καμώνεστε πως υποστηρίζετε ιδεολογίες, μα με τρύπια παπούτσια στο χιόνι δεν περπατήσατε. Έτσι ζήσαμε, ξαναείπε αγγίζοντας τρυφερά την κουφάλα και χαμήλωσε τα μάτια, πριν καταλάβω αν ήταν η περηφάνια ή η ντροπή που τα είχε υγράνει…

Τρίτη 13 Μαρτίου 2007

Ας παίξουμε...

Να παίξω με τις λέξεις, λες. Θα σεβαστώ την επιθυμία σου. Να, ορίστε! Είδες τι όμορφα χαμογελώ, όταν πρέπει; Χαμογελώντας θα σου πω για ταξίδια, για μακρινούς αστερισμούς, για τη ζεστασιά του Νότου, για μοναδικές μουσικές. Χαμογελώντας. Κι εσύ θα χαμογελάς, ακούγοντάς με. Αυτό κάνεις πάντα, όταν σου διηγούμαι τα ταξίδια μου. Γιατί εσύ το ξέρεις, δεν το ξέρεις; Δεν υπάρχουν συγχορδίες, ούτε Νότοι, ούτε ταξίδια. Εσύ το ξέρεις πως, μήνες τώρα, αγκυροβολώ στο γαλάζιο της δεκαεφτάρας οθόνης μου. Εσύ το ξέρεις πως η μοναδική συγχορδία που με δονεί είναι η μονότονη των πλήκτρων συγχορδία. Εσύ το ξέρεις πως οι αστερισμοί μου από βράδυ σε βράδυ, όχι στο Νότο, αλλά όλο και πιο δυτικά, όλο και πιο δυτικά, δύουν. Δύουν.
(Από την Καπετάνισσα οι λέξεις)

Φερέοικος...

Πες μου, σαλιγκαράκι, τι κουβαλάς στην πλάτη;
Τις μέρες μου, τις μέρες μου, Σάββατα και Δευτέρες μου.
Πες μου σαλιγκαράκι, τι κουβαλάς στην πλάτη;
Το δρόμο μου, το δρόμο μου, το φεύγω και το φόβο μου.
Πες μου σαλιγκαράκι, τι κουβαλάς στην πλάτη;
Τους κήπους μου, τους κήπους μου, τις πέτρες και τους ήλιους μου.
Πες μου σαλιγκαράκι, τι κουβαλάς στην πλάτη;
Το σπίτι μου, το σπίτι μου, τ’ αντίσκηνο της θλίψης μου
.

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2007

Κοντορεβιθούλης...

Αχ…τα ψίχουλα που άφησες πίσω σου, φεύγοντας, τα ‘φάγαν τα πουλιά. Τσάμπα στα διάβαζα τα παραμύθια...

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2007

Η αμπολή...

Ένα δυο τρία. Όλο και πιο κοντά, σε πλησιάζει. Με την τσάπα στα χέρια, σε πλησιάζει. Ένα δύο τρία, όλο και πιο κοντά, ήρθε η ώρα, λέει, έπεσε ο ήλιος. Ένα δύο τρία. Όλο και πιο κοντά, πλησιάζει. Μια δυο τρεις, κι εσύ μετράς μαζί του. Ένα δύο τρία. Τώρα. Μια δυο τρεις. Η τσάπα σε κόβει στα δυο, μια δυο τρεις, διαμελίζει τα χώματά σου, μια δυο τρεις, το νερό κυλάει ανάμεσά σου, μια δυο τρεις, δε ζήτησες νερό, το άλλο σου μισό θες, μια δυο τρεις, πού είναι τ’ άλλο σου μισό; Μια δυο τρεις και ψάχνεις τ΄ απέναντι. Ποια τσάπα σε κόβει στα δυο, κάθε που πέφτει ο ήλιος, με μια, με δυο, με τρεις;

Τρίτη 6 Μαρτίου 2007

Ξεπούλημα..

Κάθε πρωί κρεμάς το χαμόγελό σου στα τσιγκέλια της αγοράς.
Κάθε βράδυ μαζεύεις τ’ απούλητο και χώνεσαι στη θλίψη σου.
Να δω τι θα κάνεις, μάγκα μου, όταν ξεπουλήσεις την πραμάτεια…

Κυριακή 4 Μαρτίου 2007

Της νύχτας...

…Να κοιμάμαι θέλω. Να κοιμάμαι μέχρι να κοιμηθώ. Περνάνε πιο γρήγορα έτσι οι μέρες, δε νομίζεις; Σκασίλα μου τι νομίζεις. Άκου με μόνο. Θέλω να τελειώνω. Να περάσουν αναίμακτα τα χρόνια. Δεν το θέλω το αίμα. Με τυφλώνει το κόκκινο. Ό,τι είναι να γίνει, να γίνει, αλλά όχι αίμα. Πιάσε ένα σβηστήρι, αν είσαι φίλος, στάσου μπροστά στον πίνακα και σβήνε. Χωρίς ερωτήσεις. Δε ρωτάνε οι φίλοι. Καταλαβαίνουν. Τις σημαίες, σβήσε, που ανεμίζουν. Τις τσιμινιέρες μην τις πειράζεις, μια χαρά είναι. Και τώρα τα δέντρα. Όλα. Ένα προς ένα. Και το πράσινο μ' ενοχλεί. Άφησε μόνο τις πέτρες. Πολλές πέτρες, έτσι. Λατομείο να χάσκει ο τόπος. Κι από τις εποχές, άφησε μόνο το χειμώνα, να χιονίζει, να σκεπαστούν τα πάντα. Αθόρυβο το θέλω το χιόνι. Τελευταία κάνει πολύ φασαρία κι αυτό. Και να ‘ναι μαύρο. Δεν ξέρω πού θα το βρεις, δε με νοιάζει. Μαύρο το θέλω. Και τη θάλασσα σβήσε, κράτα μόνο το βυθό της, ήσυχα είναι εκεί. Και μαύρα. Και τα τραγούδια σβήσε. Μόνο εκείνο το τραγούδι της ευθείας γραμμής του παλμογράφου, αυτό, ναι, δε με νοιάζει να μου το τραγουδάς, με βοηθάει. Και τώρα τα παιδιά. Δεν τα θέλω ούτε αυτά. Τα ζηλεύω. Πολύχρωμα όνειρα κι όλη τη ζωή μπροστά τους να κάνουν λάθη. Σβήσε τα. Κι ύστερα σβήσε κι εμένα. Μη ρωτάς, κάνε ό,τι σου λέω. Σε δυσκολεύει το Ε του εγώ μου ε; Τεράστιο κι ανεξίτηλο. Το ξέρω, προσπάθησα κι εγώ. Γι’ αυτό θέλω να κοιμάμαι. Γιατί δεν έχω καταφέρει ακόμη να το σβήσω. Τουλάχιστον, άλλαξέ με. Βάλε μου ρυτίδες. Εκεί στους χτύπους της καρδιάς. Έτσι. Να μην τη νοιώθω. Με κουράζει ο χτύπος της…

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2007

Η αποθήκη...

Κάθε που φυσούσε, κάθε που έβρεχε, τις χειμωνιάτικες νύχτες γύρω απ’ το μαγκάλι, μια ήταν η κουβέντα. Η αποθήκη. Αν συνεχίσει έτσι ο καιρός, δε θα αντέξει, έλεγαν. Κι έβγαινε ο πατέρας μέσα στη νύχτα, να πάει δίπλα, στην αποθήκη, και μέτραγε ραγίσματα. Γύριζε πίσω στάζοντας, τον περιμέναμε όλοι με αγωνία, θα αντέξει και σήμερα, έλεγε, μπρος στα κρεβάτια σας, υπακούαμε εμείς, αλλά ο ύπνος αργούσε να έρθει, τον κυνηγούσε ο άνεμος και τα μουρμουρητά στο μεγάλο κρεβάτι, έστηνα αυτί μια δω, μια κει, να κλέψω μυστικά, δεν τα κατάφερνα, της θύμωνα πολύ τότε της αποθήκης, της θύμωνα ακόμη πιο πολύ την επόμενη μέρα το πρωί, σαν την έβλεπα σώα και αβλαβή να στέκει, όπως πάντα, κολλημένη στ’ ανατολικά του μικρού σπιτιού, να εξακολουθεί να καταδυναστεύει το χώρο, να δεσπόζει, ποιο, αυτό το χωμάτινο ραγισμένο πράγμα, τη μισούσα σχεδόν, γιατί με είχε απογοητεύσει, τίποτα σπουδαίο δεν είχε γίνει την προηγούμενη νύχτα, δε μας είχε πλακώσει, τη μισούσα, γιατί το δράμα μου είχε στερήσει, τι θα είχα να διηγηθώ τώρα; Πού το θάρρος μου θα έδειχνα; Ποιον από θάνατο θα έσωζα; Και ποιος για τη ζωή του θα με ευγνωμονούσε; Κι όμως, τόσα σενάρια τη νύχτα είχα καταστρώσει…