Φόνος
Φορές τον ύπνο μου στοιχειώνουν εφιάλτες. Πεθαίνει η μάνα κι ο πατέρας, λέει, και κλαίω κλαίω κλαίω, όπως θα έπρεπε κάθε παιδί μάλλον να κλαίει ή, ίσως, κι όχι όπως θα έπρεπε, γιατί λίγο υποκριτικό το κλάμα μου το βρίσκω, φωνάζει δυνατά και με τρομάζει, φωνάζει δυνατά να πνίξει το θόρυβο των αλυσίδων που σπάζουν, με ξεκουφαίνει αυτός ο θρίαμβος των αλυσίδων που σπάζουν και κλαίω πιο πολύ να μην ακούω, είναι και κόσμος δίπλα, τι θα πει ο κόσμος, τι θα πει, τι να πει ο κόσμος για ένα παιδί που κλαίει χαρούμενο τους γονείς του που πέθαναν, κι ύστερα ξημερώνει και κλαίω ακόμη πιο πολύ για μένα το φονιά, όχι γιατί εφόνευσα, αλλά γιατί πολύ πιο πριν ο φόνος έπρεπε να γίνει.