Φίδι κινούμαι ανάμεσά σας παγωμένο κι εσύ θαρρείς πως μ’ έχεις, δε μ’ έχεις, ποτέ δε μ’ είχες, λέπια το δέρμα μου, γλιστράτε όλοι, όλοι, όλοι, αγγίζετε μα δεν αγγίζετε, βλέπετε μα δε βλέπετε, δεν ξερνάω, έχω τα λέπια μου εγώ ασπίδα στα αγορασμένα στους σταθμούς των τρένων πατσουλιά σας, στα λόγια σας τα χιλιοειπωμένα τα βαρύγδουπα δεν ξερνάω, στις μουσικές σας που μαδάνε μαργαρίτες, η μόνη αλήθεια, δεν ξερνάω, έτσι, με τέτοιο τρόπο ανάλογα φτηνό μπορώ και σας αντέχω, μπορώ και σε αντέχω. Φτηνό το δέρμα του φιδιού, στη λαϊκή αγορασμένο, τρίτος πάγκος δεξιά το πανωφόρι αγόρασα, πάνε χρόνια τώρα, κρύβουνε θαύματα πολλά οι λαϊκές, δε με πρόσεξες, παζάρευες ένα κιλό ντομάτες, σαν έφυγα από δίπλα σου, πόσο ακρίβυνε η ζωή σε άκουσα να λες, ποτέ σου δεν παζάρεψες με μένα, αρκούντως ακριβή δε θα ‘μουν μάλλον. Τις νύχτες πέφτουνε τα λέπια, ολίγα δευτερόλεπτα μετά, ολίγα μόνον, όλο και πιο ολίγα, ίσα να νοιώσουν πως κοιμάσαι, μόνα τους πέφτουν, βρίσκω το δέρμα μου ξανά, δέρμα μωρού που στο παραμικρό πληγιάζει, εσύ κοιμάσαι κι εγώ ακούω μουσικές και τραγουδώ με τα τζιτζίκια των καλοκαιριών εντός μου και μυρίζω βιολέτες και σανταλόξυλα και νοτισμένο χώμα της βροχής, και δουλεύω, δουλεύω, δουλεύω, χτίζω όνειρα τις νύχτες που κοιμάσαι, όχι δε ζητώ συγνώμη που σε κανένα από αυτά δεν είσαι. Και στην αρχή ήταν καλά, μα όσο πάει, κούραση είναι αυτό το αλισβερίσι, μαζεύονται πολλά σκαψίματα τις νύχτες, πού να τ’ αντέξει το δέρμα του μωρού. Λέω πως δεν μπορεί, κάπου σε κάποια λαϊκή αν ψάξω, θα βρω ένα άλλο πανωφόρι, να μένουνε τα λέπια του στη θέση τους το βράδυ. Κι ας το πληρώσω όσο-όσο, αδελφέ.
Πίνακας: Γιώργος Λαζόγκας, Σταυρώσεις.