Παρασκευή 29 Ιουνίου 2007
Πέμπτη 28 Ιουνίου 2007
Θησέας
Στη φωτογραφία, παράσταση από κύλικα, 490-480 π.Χ. Ο Θησέας εγκαταλείπει την κοιμισμένη Αριάδνη στο νησί της Νάξου, ενώ ο Ερμής παρακολουθεί.
Αναρτήθηκε από Τίποτα στις 11:43 μ.μ. 12 σχόλια
Δευτέρα 25 Ιουνίου 2007
Διόνυσος
Φταίω. Ότι φταίω, φταίω. Το πήρε είδηση και με καταράστηκε. Μα δε βαρυγκώμησα ποτέ που κείτομαι τ’ ανάσκελα εδώ. Κοτζάμ άντρας 10,50 μέτρα. Ανάσκελα κολλημένος στο χώμα. Καταδικασμένος σε αιώνια ακινησία. Να με χαστουκίζουν οι βροχές και να με κουτσουλάνε τα πουλιά. Γιατί; Γιατί αγάπησα. Εγκλημάτησα από αγάπη. Προσπάθησα να την κρατήσω κοντά μου, μ’ όποιον τρόπο μπορούσα, χωρίς να υπολογίζω τα θέλω της. Τη διεκδίκησα, ναι. Φυσικό δεν ήταν; Σιγά να μην την άφηνα στο φλούφλη. Τη χρησιμοποίησε και την πέταξε. Γελάω, όποτε τον θυμάμαι. Έτρεμε σαν εμφανίστηκα μπροστά του, ο γενναίος. Λόγια πολλά και πράξεις μηδέν. Αν δεν ήταν εκείνη, δε θα ήταν αυτός που έγινε. Ο «ήρωας». Κι αν δεν ήμουν εγώ, θα ήταν κάποιος άλλος, κάτι άλλο, που θα τον φόβιζε. Με την πρώτη ευκαιρία θα την πρόδιδε. Να με ευγνωμονεί πρέπει ο αχρείος. Τουλάχιστον, έχει να δικαιολογείται πως δεν μπορούσε σε θεό ν’ αντισταθεί. Τρίχες. Έτσι είναι οι αγάπες, ρε; Έτσι; Την κάνουμε στην πρώτη δυσκολία; Ποτέ δεν της τα είπα όλα αυτά. Την άφησα να με καταριέται. Έσκυψα το κεφάλι, άτολμο παιδί μπροστά της, και την άφησα να με καταριέται. Καλύτερα, καλύτερα να καταριέται εμένα, παρά να νοιώσει πως την πέταξε. Πως δεν την αγάπησε ποτέ. Αυτό, όχι. Αυτό δε θα το άντεχε. Μην κοιτάς, εγώ αντέχω. Μάρμαρο εγώ. Τι θεός θα ‘μουν; Αντέχω. Άντεξα το βλέμμα της που ξεστράτιζε από πάνω μου, δεν υπήρχα ώρες-ώρες γι’ αυτήν, δεν υπήρχα. Άντεξα που έφευγε τις νύχτες από την αγκαλιά μου, στεκόταν στο παραθύρι κι αγνάντευε τη μαύρη θάλασσα. Άντεξα. Μια κουβέντα είναι αυτό, δηλαδή. Θυμάμαι την έκπληξη τους σα με σκαλίζαν τότε. Δεν πίστευαν στα μάτια τους που ράγισα έτσι. Με παράτησαν στο νταμάρι. Δε γινόταν τίποτα, λέει, με μένα. Να σταθώ στα πόδια μου, δεν υπήρχε ελπίδα. Εγώ ο ανθεκτικός. Ραγισματιές γέμισα. Ραγισματιές. Ρωγματώσεις τις λένε οι σημερινοί τις ραγισματιές, το ήξερες; Ήρθανε από πάνω και με ψάχνανε, με βάλανε στο μικροσκόπιο, οι επιστήμονες. Δεν πα να τις λένε όπως θέλουν. Τι ξέρουν αυτοί; Εγώ αγάπη τις λέω. Είναι η αγάπη που ραγίζει τις πέτρες. Φύγε τώρα από πάνω μου. Σκοτείνιασε. Θέλω να μείνω μόνος μαζί της. Σου το είπα. Δε βαρυγκώμησα ποτέ που κείτομαι τ’ ανάσκελα. Γιατί μπορώ να τη βλέπω. Έστω κι έτσι. Να τη, πρόβαλε πάλι. Τη βλέπεις; Εκεί, εκεί ψηλά. Αυτό το στεφάνι φόρεσε στα χρυσά της τα μαλλιά σαν παντρευτήκαμε. Εγώ της το χάρισα. Ρώτα να σου πουν γι’ αυτήν. Corona Borealis, έτσι την ξέρουν.
* Στη φωτογραφία, ο Κούρος της Νάξου, ο που δεν τέλειωσε ποτέ. Λένε πως είναι ο Διόνυσος ή ο Απόλλωνας. Με βόλεψε ο Διόνυσος. Ζητώ συγγνώμη από τον Απόλλωνα.
** Τώρα που το ξαναδιαβάζω, μου φαίνεται πιότερο ταιριαστό να ζητήσω συγγνώμη από το Διόνυσο. Τον Απόλλωνα δεν τον κακοποίησα. Ακόμη.
Κυριακή 24 Ιουνίου 2007
Αριάγνη
Φωτογραφία: Γιαννούλης Χαλεπάς, Κεφάλι Αριάδνης
Σάββατο 23 Ιουνίου 2007
Αμήχανον
Το ξέρω πως δεν πρόκειται ποτέ να φύγω από δω. Κλείσανε οι δρόμοι με κυκλώσανε, στη μέση εγώ Μανώλης και γύρω-γύρω οι δρόμοι. Κι όλο κάποιος το τραβάει το σκαμνί κι όλο χάνω και ξανακάθομαι σ’ αυτό και πάν οι δρόμοι και το φτού ξελευτερία. Μόνο το δεν περνάς έμεινε. Το δεν περνάς κυρά-Μαρία. Κι ύστερα σου λέει μεγαλώσαμε.
Πίνακας: Καίτη Μαυρομμάτη, Γυναίκα Σε Μπαλκόνι.
Πέμπτη 21 Ιουνίου 2007
Τετάρτη 20 Ιουνίου 2007
Γεωγραφίες
Πίνακας: Γ. Βακιρτζής, Άνθρωποι
Κυριακή 17 Ιουνίου 2007
Να σου ψιθυρίσω δύο φωνήεντα;
Πίνακας: Γιώργος Μήλιος, Σ’ αγαπώ, μικτή τεχνική σε μουσαμά
Η παράδοση
«Συμπέθερε, φεύγουμε εμείς, την αφήνουμε στα χέρια σου τώρα. Εσύ είσαι ο πατέρας. Και αν κάτι δεν πάει καλά, ξέρεις εσύ. Ρίξε και κανένα μπερντάκι. Δε χάλασε ποτέ κανέναν».
Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, η κόρη δεν αντέδρασε στο άκουσμα των λόγων. Ούτε τότε, ούτε αργότερα. Γιατί ένα χεράκι ξύλο δε χάλασε ποτέ κανέναν. Κι ας μην ήταν εγκληματίας. Κι ας μην υπηρετούσε ούτε ο πατέρας, ούτε ο συμπέθερος, ούτε ο γιος του συμπεθέρου στο αστυνομικό τμήμα της Ομόνοιας.
Πίνακας: Γιώργος Μπουζιάνης, Γυναίκα Που Κοιτάει Πίσω. Υδατογραφία σε χαρτί.
Αναρτήθηκε από Τίποτα στις 11:45 π.μ. 10 σχόλια
Παρασκευή 15 Ιουνίου 2007
Μάτια
Και μου λείπει η Μαριώ, φιλαράκι, μα την Παναγία και την άγια Φωτεινή, μου λείπει. Μεγαλώνει η γειτονιά αλλά Μαριώ δεν έχει. Μπαξές είσαι κι εσύ, δε λέω. Με τα αστεία σου και με τα σοβαρά σου κι όλα τα νόστιμά σου. Και τσιτσιρίζομαι μαζί σου, που τσιτσιρίζεσαι. Και, α, όλα κι όλα, αδικίες δε θέλω, το κλειδί κι εσύ στη γλάστρα με το γεράνι, όταν λείπεις, το αναγνωρίζω. Γιατί ξέρεις πως στην πόρτα σου η ανάγκη με φέρνει. Αν εννοείς. Και το βάζο με το γλυκό τριαντάφυλλο στη θέση που πρέπει. Να το φτάνω. Αδειάζω εγώ, γεμίζεις εσύ και πάλι και πάλι. Αν εννοείς. Μόνο να, ένα παράπονο έχω. Εσύ νοιάζεσαι λιγουλάκι παραπάνω από τη Μαριώ μου ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει στο σπίτι σου και ποιος το βάζο με το γλυκό τριαντάφυλλό σου αδειάζει. Κι άχνα μη βγάλεις. Το ξέρω πως νοιάζεσαι. Το νοιώθω που με μετράς. Πότε μπαίνω, πόσο μένω, αν ήταν η βίζιτα αρμένικη ή όχι, πόσο γλυκό τριαντάφυλλο κεράστηκα. Το νοιώθω που με μετράς. Έρχομαι σπίτι σου, λείπεις, αλλά μάτια να με μετράνε αφήνεις πίσω. Μάτια να με μετράνε. Αν μ’ εννοείς. Και γαμώτο, φιλαράκι, μου λείπει η Μαριώ μου, μου λείπει η αθωότητά της, όλο και πιο πολύ μου λείπει, γιατί ξέρεις…Να, πώς να στο πω, δε μ’ αρέσει γαμώτο να μετράνε τις μπουκιές μου, δε μ’ αρέσει. Κάπως ανοίκεια νοιώθω. Κάπως ανοίκεια. Κι όταν νοιώθω ανοίκεια, φιλαράκι, να, πώς να στο πω να μην παρεξηγήσεις, δε θέλω να παρεξηγήσεις, αλλά να…Μου κάθεται το γλυκό τριαντάφυλλο στο λαιμό και δεν μπορώ να το απολαύσω. Αν μ’ εννοείς.
Πίνακας: Χρήστος Γαρουφαλής, Μάτια.
Τετάρτη 13 Ιουνίου 2007
Το κλειδί
Ύστερα τα πράγματα άλλαξαν. Η κυρία Μαρία έπαψε να περιφέρει την παράξενη ετυμολογία της στη γειτονιά, όχι διότι εστέρεψε φαντασίας, γειτονιάς εστέρεψε, αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης. Αλλάξαν όλα. Κι εγώ άλλαξα. Το ημερολόγιο έγινε μπλογκ ή βλογ ή διαδικτυακό ημερολόγιο, αλλά κι αυτό δεν είναι της παρούσης. Κι όλα τα αισθητά κι ανεπαίσθητα, όλα τα μου, όλα τα για μένα, όλα αυτά για τα οποία φοβόμουν έναν και μόνον πατέρα, άντε και την κυρία Μαρία της γειτονιάς, σε κοινή θέα, πια. Αλλά δε φοβάμαι. Όχι διότι, όπως, προηγουμένως, σου ετόνισα, εξέλιπε η γειτονιά. Όχι, καθόλου έτσι μη σκεφτείς. Το κλειδάκι εξέλιπε. Το κλειδί που, κατά την κυρία Μαρία, το λένε κλειδί, γιατί ξεκλειδώνει. Κι όσοι διαβάζουν τα δικά μου μου και τα για μένα, κουβαλούν τα δικά τους κλειδιά και ξεκλειδώνουν. Τα δικά τους κλειδιά. Κι αντικρύζουν όχι εμένα, αλλά τους εαυτούς τους στριμωγμένους στις σελίδες. Και γελάνε. Ή κλαίνε. Πράγμα το οποίον, επίσης, δεν είναι της παρούσης. Γελάνε ή κλαίνε. Αλλά όχι για μένα. Όχι για μένα. Για κείνους. Για κείνους γελάνε ή κλαίνε. Και αυτό, ναι, αυτό είναι της παρούσης. Γιατί το δικό μου κλειδί, που το λένε έτσι γιατί ξεκλειδώνει, πάντα στο δικό μου κόρφο κρεμασμένο είναι. Σε κανενός άλλου. Κι ο πατέρας που, ίσως, θα μπορούσε να το βρει, δε σερφάρει. Ούτε η κυρία Μαρία.
Πίνακας: Γιάννης Ψυχοπαίδης, Το Γράμμα Που Δεν Έφτασε.
Τρίτη 12 Ιουνίου 2007
Στο τσιγάρο που κρατώ
Πίνακας: Στάθης Βατανίδης, Σκέψη. Λάδι σε μουσαμά
Κυριακή 10 Ιουνίου 2007
Η εξαφάνιση
Πίνακας: John Christoforou "Portrait d'un Personnage", 1989
Παρασκευή 8 Ιουνίου 2007
Κάθαρση
Πίνακας: Γιάννης Γαΐτης, Ανθρωπάκια, κατασκευή από ζωγραφισμένο ξύλο.
Τετάρτη 6 Ιουνίου 2007
Μια μικρή ιστορία
Σ’ όλη τη διαδρομή μέχρι το Τρίτο κι όσο έτρεχε αγκομαχώντας να προλάβει την πομπή, επαναλάμβανε: «να ζήσεις να τον θυμάσαι, Καλλιόπη μου, να ζήσεις να τον θυμάσαι», δάκρυσε κιόλας την ώρα που το σκεφτόταν, περιέργως πώς, πάντα ο έλεος της Μαρίτσας ακολουθούσε τεθλασμένη πορεία. Να, για κείνο το τρεμάμενο «Χάσαμε τον πατέρα, κουμπαρούλα μου», της Καλλιόπης στο τηλέφωνο και για τη στιγμή που θα την έσφιγγε στην αγκαλιά της στο νεκροταφείο για να της δώσει κουράγιο, δάκρυζε τώρα. Το πάθος των συγγενών τη συγκλόνιζε, αυτό ναι, όχι του ίδιου του παθόντα. Γκαφατζού γκαφατζού, αλλά και άνθρωπος πρακτικός. Ο εκλιπών εξέλιπε, τελεία και παύλα και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πια γι’ αυτό. Το θρήνο των άλλων, αυτόν δεν μπορούσε να αντέξει, ειδικά όταν τους αγαπούσε πολύ, όπως καληώρα την Καλλιόπη. Για να καταλάβεις, ο κόσμος έκλαιγε κοιτώντας το νεκρό στο φέρετρο κι η Μαρίτσα έκλαιγε ακούγοντας την Καλλιόπη που έκλαιγε. Ακούγοντας, γιατί να τη δει δεν μπορούσε, πολύς ο κόσμος, δεν πρόλαβε να πιάσει την πρέπουσα θέση, ας όψονται οι συγκοινωνίες, τελικά το σημείο περικυκλωμένο, μα τόσος κόσμος πια, ομολογουμένως δεν το περίμενε αλλά δεν μπορούσε να το επεξεργαστεί τώρα, ήταν και κοντούλα, τίποτα δεν μπορούσε να δει, ακούει κι εκείνο το σπαραχτικό «πατερούλη μου σε χάνω» και ξέσπασε σε λυγμούς, χωρίς ωστόσο να ξεχνά να επαναλαμβάνει σιγανά, «να ζήσετε να τον θυμόσαστε, να ζήσετε να τον θυμόσαστε», τούτη τη φορά όλα θα τα έκανε σωστά, όλα θα τα έκανε σωστά.
Με το σωστό το βλέμμα κοίταξε το πλήθος που αραίωνε και την Καλλιόπη που υποβασταζόμενη στάθηκε παραπέρα για τους συνήθεις ασπασμούς, και προχώρησε μόνη της στο φρεσκοανοιγμένο τάφο να αποθέσει τα χρυσάνθεμά της, όπως ακριβώς έπρεπε. Πλησίασε σχεδόν ακροβατώντας, ανάμεσα στους λάκκους, στόμωσε πια και το Τρίτο, τον έναν πάνω στον άλλον τους θάβουνε, παραλίγο να σωριαστεί φαρδιά πλατιά στο διπλανό άνοιγμα, ολόφρεσκο φαινόταν, κοίταξε προς την Καλλιόπη, την είδε που την κοίταζε με κάποια απορία, ευτυχώς δεν έπεσε να γίνει ρεζίλι, αυτό κι αν είχαν να το λένε, άφησε τα λουλούδια, έμεινε λίγο σε στάση προσοχής ως όφειλε, μέχρι εδώ όλα καλά, γύρισε και πλησίασε την Καλλιόπη τρέμοντας, ήταν η ώρα, «να ζήσεις Καλλιόπη μου να τον θυμάσαι», έπεσε στην αγκαλιά της, ξεσπώντας, θες γιατί έκλαιγε η Καλλιόπη, θες γιατί επιτέλους όλα σωστά τα είχε πει και κάνει, δεν ήξερε να πει, όπως δεν ήξερε τι να πει κι όταν η Καλλιόπη τη ρώτησε δείχνοντας προς τους λάκκους: "Τι σύμπτωση τραγική ήταν αυτή, την ίδια μέρα, Μαρίτσα μου; Τι σύμπτωση, ανάθεμά την για ζωή, και να τους θάψουν δίπλα-δίπλα, ε; Ποιος ήταν ο άλλος; Τον ήξερα;"
Πίνακας: Σπύρος Βασιλείου, Μια Μικρή Ιστορία
Αναρτήθηκε από Τίποτα στις 10:08 μ.μ. 7 σχόλια
Δευτέρα 4 Ιουνίου 2007
Ό,τι κι αν πεις
Πίνακας: Κωνσταντίνος Ξενάκης, ακρυλικό σε μουσαμά.
Κυριακή 3 Ιουνίου 2007
Εναρηφόρος
Πίνακας: Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, Φιγούρα Μοτοσυκλετιστή, 1980
Σάββατο 2 Ιουνίου 2007
Μετάγγιση
Υ.Γ. Υπάρχει βιβλίο με εξώφυλλο καμωμένο από ανθρώπινο δέρμα
Πίνακας, Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, Φιγούρα, 1976
Αναρτήθηκε από Τίποτα στις 11:18 π.μ. 5 σχόλια
Παρασκευή 1 Ιουνίου 2007
Για την Αμαλία
Από την ηλικία των οκτώ ετών, η Αμαλία ξεκίνησε να πονάει. Παρά τις συνεχείς επισκέψεις της σε γιατρούς και νοσοκομεία, κανένας δεν κατάφερε να διαγνώσει εγκαίρως το καλόηθες νευρίνωμα στο πόδι της. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, η Αμαλία έμαθε ότι το νευρίνωμα είχε πια μεταλλαχθεί σε κακόηθες ινοσάρκωμα.
Για τα επόμενα πέντε χρόνια η Αμαλία είχε να παλέψει όχι μόνο με τον καρκίνο και τον ακρωτηριασμό, αλλά και με την παθογένεια ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας που επιλέγει να κλείνει τα μάτια στα φακελάκια και επιμένει να κωλυσιεργεί με παράλογες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Πέρα από τις ακτινοβολίες και τη χημειοθεραπεία, η Αμαλία είχε να αντιμετωπίσει την οικονομική εκμετάλλευση από γιατρούς που στάθηκαν απέναντί της και όχι δίπλα της. Πέρα από τον πόνο, είχε να υπομείνει την απληστία των ιδιωτικών κλινικών και την ταλαιπωρία στις ουρές των ασφαλιστικών ταμείων για μία σφραγίδα.
Πριν φύγει, πρόλαβε να καταγράψει την εμπειρία της και να τη μοιραστεί μαζί μας μέσα από το διαδικτυακό της ημερολόγιο. Στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://fakellaki.blogspot.com, η νεαρή φιλόλογος κατήγγειλε επώνυμα τους γιατρούς που αναγκάστηκε να δωροδοκήσει, επαινώντας παράλληλα εκείνους που επέλεξαν να τιμήσουν τον όρκο που έδωσαν στον Ιπποκράτη. Η μαρτυρία της συγκίνησε χιλιάδες ανθρώπους, που της στάθηκαν συμπαραστάτες στον άνισο αγώνα της μέχρι το τέλος.
«Ο στόχος της Αμαλίας ήταν να πει την ιστορία της, ώστε μέσα απ' αυτήν να αφυπνίσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους και συνειδήσεις. Κυρίως ήθελε να δείξει ότι υπάρχουν τρόποι αντίστασης στην αυθαιρεσία και την εξουσία των ασυνείδητων και ανάλγητων γιατρών, αλλά και των γραφειοκρατών υπαλλήλων του συστήματος υγείας.»(Δικαία Τσαβαρή και Γεωργία Καλυβίνου - μητέρα και αδελφή της Αμαλίας)
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 77 του Ν. 2071/ 1992, θεωρείται πειθαρχικό παράπτωμα για τους γιατρούς του Ε.Σ.Υ:«Η δωροληψία και ιδίως η λήψη αμοιβής και η αποδοχή οποιασδήποτε άλλης περιουσιακής παροχής, για την προσφορά οποιασδήποτε ιατρικής υπηρεσίας»
Η Αμαλία Καλυβίνου αγωνίστηκε για πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Δυστυχώς δεν είναι και τόσο αυτονόητα στην Ελλάδα. Συνεχίζοντας την προσπάθεια που ξεκίνησε η Αμαλία, διαμαρτυρόμαστε δημόσια και απαιτούμε:
ΝΑ ΠΑΡΘΟΥΝ ΑΜΕΣΑ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΤΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΕΠΙΦΕΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ
ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΙΟ ΕΥΕΛΙΚΤΟΣ Ο ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗ ΘΡΗΝΗΣΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΘΥΜΑΤΑ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΧΡΟΝΟΒΟΡΩΝ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ
ΝΑ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΗ ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥ
ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΟΙ ΑΝΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΕΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΣΥΝΕΧΗΣ ΚΑΙ ΑΡΤΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΕΣ ΤΟΥ Ε.Σ.Υ.
ΝΑ ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΙ Η ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΦΑΚΕΛΟΥ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΠΙΣΠΕΥΔΕΤΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ
ΑΣ ΠΑΨΕΙ ΠΛΕΟΝ Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΩΝ, ΠΟΥ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΝΑ ΛΑΔΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑ ΝΑ ΑΜΕΙΒΟΝΤΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.
ΟΧΙ ΑΛΛΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ
ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ
ΟΧΙ ΑΛΛΟΣ ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ
Την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να δώσετε φακελάκι, μην το κάνετε. Προτιμήστε καλύτερα να κάνετε μια δωρεά. Η τελευταία επιθυμία της Αμαλίας ήταν η ενίσχυση της υπό ανέγερση Ογκολογικής Μονάδας Παίδων.(Σύλλογος Ελπίδα, τηλ: 210-7757153, e-mail: infο@elpida.org, λογαριασμός Εθνικής Τράπεζας: 080/480898-36, λογαριασμός Alphabank: 152-002-002-000-515. Θυμηθείτε να αναφέρετε ότι η δωρεά σας είναι "για την Αμαλία").