Του θαλάμου 8
Σού ‘φερα αλογάκι. Πλαστικό. Να, εδώ θα το ακουμπήσω, να σου κάνει παρέα τις ώρες που λείπω. Τώρα θα μου πεις, στα κορίτσια φέρνουν δώρο αλογάκια; Φέρνουν. Όταν σου λέει ο μαγαζάτορας, ήρθατε αργά κυρία μου, μας τελείωσαν οι κούκλες, μόνο αλογάκια έχουμε. Έτσι δεν είναι; Κι εσύ θα ήθελες να πάρεις τουλάχιστον το ξύλινο, αλλά τα χρήματα δε σε φτάνουν. Έτσι δεν είναι; Και το τυλίγεις όμορφα και το αφήνεις στο προσκεφάλι της κόρης σου, τάχα το έφερε ο Άη Βασίλης, με καθυστέρηση ημέρες τρεις. Και σκίζεται η καρδιά σου, που τη βλέπεις να ψελλίζει ευχαριστώ για να μη σε κακοκαρδίσει και παρακαλάς άλλο δώρο να μπορούσες να της φέρεις. Έτσι δεν είναι; Μη. Μη μιλάς εσύ, δεν κάνει να κουράζεσαι, εγώ θα μιλώ. Έτσι είναι. Δεν το ήξερα τότε, αλλά έτσι είναι. Έφταιγε που ήσουν πάλι στο νοσοκομείο, έτσι δεν είναι; Γι αυτό καθυστέρησε ο Άη-Βασίλης ημέρες τρεις. Γι αυτό και τ’ αλογάκι το πλαστικό. Τότε δεν ήξερα. Και σε πίκρανα. Μα τώρα ξέρω. Γι αυτό και τ’ αλογάκι το πλαστικό. Για σένα. Να σου κάνει παρέα τις ώρες που λείπω. Και για τον Άη-Βασίλη, που του κρατούσα μούτρα τόσα χρόνια η ανόητη. Του έγραψα χτες ξανά. Να σταθείς πάλι στα πόδια σου. Κι αν σε ρωτήσουν για το άλογο οι γιατροί, η κόρη μου το έφερε να πεις. Κι όχι γιατί δεν μπόρεσε να μου πάρει κάτι άλλο, αλλά από συγνώμη κι αγάπη κι ευγνωμοσύνη, να πεις. Γιατί μεγάλωσε πια η κόρη μου και ξέρει. Μάνα είναι ένα αλογάκι πλαστικό στο προσκεφάλι, με καθυστέρηση ημέρες τρεις.