Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2008

Τμήμα Δ, 7

Ότι βρέχει το ξέρω. Γι’ αυτό ήρθα. Μήπως και κρυώνεις. Μήπως κι αγριεύεσαι μόνος σου. Θες την αλήθεια; Δεν το πίστευα αυτό το μήπως και, δεν το πίστευα, δεν είναι της ιδεολογίας μου. Αλλά εσύ το πίστευες. Είχες κρεμαστεί πάνω του. Μήπως και, έλεγες. Προλάβεις. Και κοντά σου, το έλεγα κι εγώ. Υπομόνεψε, έλεγα, μήπως και. Αλλά δεν προλάβαμε, ε; Δεν προλάβαμε. Και τώρα βρέχει. Κι ευχές βρέχει, γιατί είναι χρονιάρες μέρες και φιλιέται ο κόσμος στα κατώφλια και λέει χρόνια πολλά μήπως και. Τα ζήσει. Γι’ αυτό ήρθα. Γιατί, πες-πες, φαίνεται πως το πίστεψα πολύ το μήπως και σου. Χρόνια πολλά, λοιπόν. Χρόνια πολλά, μήπως και. Μήπως και μ’ ακούσεις, λέω, και ζεσταθείς κάπως.

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2008

Κάτοπτρον

Μη με καθυστερείς, βιάζομαι, πρέπει να ψάξω. Τον έπιασε πάλι η παραξενιά. Ούτε κι αυτός ξέρει τι θέλει. Πρώτα φαγώθηκε, να κρυφτούμε και να κρυφτούμε. Γιατί, λέει, θέλει εγώ μόνο να τον βρίσκω και για να τον βρω εγώ, πρέπει να τον χάσουν όλοι οι άλλοι. Όχι ότι πολυκατάλαβα, αλλά του έκανα το χατίρι. Έτσι νοιώθεις, έτσι θα κάνουμε. Και βρήκαμε κρυψώνα ωραιότατη για τους δυο μας. Και πάνω που κρυφτήκαμε κι οργανώναμε τη ζωή μας εκεί, κι έτσι χαμένοι απ’ όλους βρίσκαμε ο ένας τον άλλον, να σου τον πάλι. Και καλά του λείπει κάτι και νοιώθει ξεκομμένος και που δεν το περίμενε ότι θα του λείπουν οι άλλοι και που θέλει να πει καμιά κουβέντα, άνθρωποι είμαστε, βρε αδελφέ, και το χάδι το ‘χουμε ανάγκη και τον καλό το λόγο και πως δε χάλασε δα κι ο κόσμος αν προσεκτικά πάντα, επιλεκτικά πάντα, αρχίσουμε να βγαίνουμε στο φως, και και και. Μουρμούρα και των γονέων. Έτσι νοιώθεις, έτσι θα κάνουμε, υποχώρησα πάλι εγώ. Και αρχίζω τις διασυνδέσεις. Τη βλέπετε εκείνην την κρυψώνα; Ε, εμείς κρυβόμαστε εκεί. Περάστε να πιούμε ένα κρασί ν’ ανταλλάξουμε απόψεις. Και κει που άρχισαν οι άνθρωποι να έρχονται ευγενέστατοι με τα σοκολατάκια τους και με τα καλούδια τους κι αρχίσαμε να γνωριζόμαστε μαζί τους, να σου τον πάλι. Που φοβάται και που ξανοιχτήκαμε πολύ και που τη μάθανε την κρυψώνα μας πολλοί και που χάσαμε το μέτρο και που εκτιθέμεθα ανεπανορθώτως και και και. Και να ξανακρυφτούμε, καταλήγει. Ακούς εσύ; Κάθε λογικός άνθρωπος θα τον έστελνε στο διάολο, μα δεν μπορώ. Παιδεύεται το βλέπω. Μια κρυφτό, μια φτου ξελευτερία. Μεγάλωσε και ακόμη να αποφασίσει τι θέλει και τι δε θέλει. Και κείνο το φοβερό φοβάμαι, πού το βάζεις; Με διαλύει να το ακούω. Γι’ αυτό σου λέω. Βιάζομαι να φύγω, να ψάξω. Για νέα κρυψώνα.

Η φωτογραφία από το:
http://www.picoodle.com