Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2007
Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2007
Απαντήστε . Ή αλλιώς: Μίμησις πράξεως...
Απαντήστε, σαν ψιθύρισμα, σαν υπενθύμιση, κυματάκι ήρεμο στα βότσαλα του γιαλού, που περνά και χάνεται και πάλι επιστρέφει το ίδιο ψιθυριστά, μην τυχόν και ενοχλήσει, αλλά είναι πάντα εκεί, διακριτικά δηλώνοντας την παρουσία του.
Απαντήστε, απολογητικά, σαν το συγνώμη του τελευταίου επιβάτη που σκαρφαλώνει στο πηγμένο λεωφορείο και αιωρείται κρεμασμένος στο σίδερο, ανάμεσα στην άσφαλτο και την ανοιγμένη πόρτα, υπομένοντας τη δυσαρέσκεια των υπολοίπων και το σιχτίρισμα του εισπράκτορα.
Απαντήστε, παρακλητικά. Εκεί χρειάζεται να επιβληθεί στα μέσα του ο ηθοποιός, να ελέγξει φωνή, στάση και βλέμμα, λίγο απρόσεκτος να δείξει κι αμέσως η παράκληση γίνεται ικεσία, βραχνάς στο λαιμό του αποδέκτη της.
Απαντήστε, επιτακτικά. Για κείνους που διστάζουν να δώσουν απάντηση, που στέκουν αναποφάσιστοι μπροστά στις λέξεις, διαλέγοντας ανάμεσα στα τσεκούρια εκείνο που πιο μαλακά τσεκουρώνει.
Απαντήστε, ηρωικά. Με βλέμμα ανάλογο της Αντιγόνης μπροστά στον Κρέοντα ή, τουλάχιστον, του Κούρκουλου μπροστά στην Τασσώ Καββαδία, αλλά όχι έτσι όπως φανφαρόνος ηθοποιός απαγγέλει το "κι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε".
Απαντήστε, όπως ζητά νερό ο διψασμένος. Εδώ είναι η ικεσία, το ξέρεις πως γίνεται θηλειά, αλλά δε σε απασχολεί, εκείνο που προέχει είναι να ικανοποιήσεις τη δίψα σου.
Απαντήστε, σε κανέναν, σαν εκείνο το ντε στο καληνύχτισμα της Μαργαρίτας.
Απαντήστε, θριαμβευτικά. Σαν τον παπά που κραυγάζει το όνομα του μωρού πάνω από την κολυμβήθρα, σαν κάποιος που επιτέλους βρήκε τον τίτλο που τον παίδευε τόση ώρα στο κατεπείγον του.
Απαντήστε...
Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2007
Οι κερασιές θ' ανθίσουν και φέτος...
Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2007
Πέντε σε...ένα
-μίλα μου για σένα
-φοβάμαι
-τι;
-πως θα με μάθεις
-μα θέλω να σε μάθω, δεν καταλαβαίνεις; ΘΕΛΩ να σε μάθω
-δε θα άντεχες να με μάθεις…ούτε κι εγώ με αντέχω
-μη στρέφεις το πρόσωπό σου…μίλα μου…
-ωραία, λοιπόν. έχω σκοτώσει
-συνέχισε
-έχω σκοτώσει
-συνέχισε
-έχω σκοτώσει
-συνέχισε
-έχω σκοτώσει
-επιτέλους, ποιον;
-εμένα.
Η σκυτάλη (διαβάζεται σκυτάλη, όχι μπούμεραγκ) στους:
- aντωνης http://rimeimprovvisate.blogspot.com
- identitycafe http://identitycafe.blogspot.com
- ector p http://efesiws.blogspot.com
- χαρυβδιςς http://xaryvdiss.blogspot.com
- τυχάρπαστος http://tyharpastos.blogspot.com
Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2007
Προβλέψιμο...
νοτίζει∙ στα κόκαλα
φύτρωσαν βρύα.
Αναρτήθηκε από
Τίποτα
στις
12:51 μ.μ.
6
σχόλια
Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2007
Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2007
Καθημερινός διάλογος…
-- Πώς να τα πάω, μωρέ, δε βλέπεις; Παλιόκαιρος. Εσύ;
-- Μια χαρά. Έκανα την τρίτη χημειοθεραπεία. Αιματοκρίτης 38 και τα λευκά 6.000.
Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2007
Βιαστές...
Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2007
Το καζανάκι...
Κάθε άνθρωπος και το καζάνι του, κάθε σπίτι και το καζανάκι του. Στο πρώτο βράζει ο καθείς μας με την απατηλή ψευδαίσθηση πως όλων τα καζάνια είναι τα ίδια. Το δεύτερο στέκει εκεί, στη γωνία του, κι από κει κανονίζει το μεγάλο καζάνι. Κυριολεκτικά. Γιατί το καζανάκι, που το προσπερνάς πολλές φορές υποτιμώντας το, (επίτηδες το φόρεσε το –άκι στο τέλος για να μη δίνει στόχο), στην ουσία αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζουμε το καζάνι. Τη ζωή μας. Ενδομύχως, βεβαίως, το γνωρίζουμε. Γιατί πώς αλλιώς να εξηγηθεί το γεγονός πως του φερόμαστε με σεβασμό, όταν μιλάμε γι αυτό; ΤΟ ΚΑΖΑΝΑΚΙ. Σπανίως «του καζανακιού». Πάντοτε υποκείμενο ή αντικείμενο στις προτάσεις μας. Σπανίως δευτερεύων προσδιορισμός. Έτσι, αναπτύσσουμε τις προτάσεις μας ως εξής: Χάλασε το καζανάκι, τρέχει το καζανάκι, τράβα το καζανάκι, μην τραβάς το καζανάκι.
Στο σπίτι μας, πάντως, αποφεύγαμε να τραβήξουμε καζανάκι, μετά τις δέκα το βράδυ. Διαταγή του πατέρα. Ομηρικοί καυγάδες στο σπίτι με αφορμή το καζανάκι. Θέμα σεβασμού, φώναζε ο μπαμπάς. Ενοχλούμε τους γείτονες. Ένδειξη υποτέλειας, απαντούσαμε, φοβάσαι τη σπιτονοικοκυρά, μην τυχόν και μας διώξει, μην τυχόν κι ανεβάσει το νοίκι. Κρύβεσαι πίσω από το δάχτυλό σου. Φοβιτσιάρη! Μια ζωή φοβάσαι! Και τραβούσαμε το καζανάκι.
Μια αίσθηση ευφορίας, ψυχικής ανάτασης με κατέκλυζε κάθε φορά που κράδαινα την αλυσίδα μετά τις δέκα το βράδυ, την κρατούσα λες και κρατούσα όλον τον κόσμο στα χέρια μου, στο χέρι μου ήταν να διαγράψω, να ευχαριστήσω, να απογοητεύσω, να προκαλέσω, να λυτρωθώ, να είμαι «καλό» ή «κακό» παιδί, να γράψω στα παλιά μου τα παπούτσια κανόνες ή να τους σεβαστώ. Ποτέ δε θα ξεχάσω τον πανικό του, όποτε προέβαινα στην απονενοημένη ενέργεια. Αν μπορούσε να χωθεί ολόκληρος στη λεκάνη να σταματήσει το μοιραίο, θα το έκανε. Όπως δε θα ξεχάσω την ανησυχία που ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό του, τι θα πει η νοικοκυρά, τι θα πουν οι γείτονες, την παραίτηση, τι παιδί μεγαλώνω, σε τι έφταιξα και να! κουβέντες και να! σιγομουρμουρίσματα στην κρεβατοκάμαρα κι όλα αυτά για ένα καζανάκι. Ένα καζανάκι, που με τα χρόνια έγινε σύμβολο αντίστασης και υποταγής συνάμα. Ένα καζανάκι, που με τα χρόνια το σκέφτομαι όλο και πιο πολύ, πριν το τραβήξω.
Γιατί, τι θα πουν οι γείτονες και η σπιτονοικοκυρά; Θα ενοχλήσω. Άσε που θα στεναχωρηθεί κι ο πατέρας…
Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2007
Η βαλίτσα
Κουράστηκα, πια…Ας κατεβάσει επιτέλους κάποιος το διακόπτη…Μη! Όχι ακόμη σε παρακαλώ…Μπορεί να φανεί, μπορεί να φανεί σου λέω, και πρέπει να ‘μαι εδώ…να περιμένω…
Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2007
Το πηγάδι...
Το πηγάδι ήταν το όριο. Αυτό δεν έπρεπε ποτέ να το προσπεράσω, χωρίς άλλον δίπλα μου. Ούτε να το πλησιάσω χωρίς άλλον έπρεπε. Γιατί εκεί μέσα ζούσε ο δράκος και «σα δει μονάχα τους μικρά παιδιά, χραπ! ορμάει απ’ τα βαθιά, χραπ! σε κάνει μια χαψιά», το πίστευα, γιατί να μην το πιστέψω, οι αγαπημένοι μου το έλεγαν, θέλουν οι αγαπημένοι μας το κακό μας; Όχι, δεν το θέλουν.
Το πηγάδι ήταν ο φόβος μου. Και πρέπει να ήταν πολύ μεγάλος γιατί ξεπερνούσε την αγάπη για τη μάνα μου. Αλλιώς γιατί να την ακολουθώ μέχρι εκεί μόνο, κάθε, μα κάθε πρωί, που την παρακαλούσα να μην πάει στο εργοστάσιο και να μείνει μαζί μου; Μπροστά εκείνη, πίσω εγώ, κλαίγοντας. Κι οι δυο κλαίγαμε. Την ακολουθούσα, μην πάς σήμερα, δεν μπορώ, φώναζε. Μέχρι το πηγάδι. Και κείνη το ήξερε πως θα σταματήσω εκεί, ναι, ήταν σίγουρη πως θα σταματήσω εκεί, γιατί αλλιώς, γιατί κατέβαζε το κεφάλι κι έφευγε, σχεδόν τρέχοντας, χωρίς να κοιτάξει πίσω της ξανά;
Το πηγάδι ήταν η χαρά μου. Όσες φορές το προσπέρασα, πάντα μαζί με κάποιον άλλον, με περίμενε η στέρνα με τα νερά της τα πράσινα και με τα αλογάκια της παναγίας και με τα καφάσια τα χόρτα που ξεπλένονταν απ’ το χώμα. Με περίμενε ο φοίνικας που στα ριζά του μαζεύονταν οι εργάτες του χωραφιού και κολατσίζανε και λέγανε ιστορίες. Μα πάνω απ’ όλα με περίμενε ο δρόμος. Ο δρόμος που οδηγούσε στην πόλη με τους σινεμάδες της και με τα λεωφορεία της και τα μαγαζιά της. Στην πόλη με τα θαύματά της.
Όσο μεγάλωνα, τα πηγάδια πλήθαιναν. Τις περισσότερες φορές ήμουν καλό παιδί. Φοβισμένο, αλλά καλό. Δεν τα πλησίασα. Τα σεβάστηκα και με σεβάστηκαν κι οι δράκοι τους. Τις περισσότερες φορές. Γιατί ήταν και κάποιες άλλες που να, τώρα που το εξομολογούμαι τρέμω απ’ το φόβο, ήταν λέω και κάποιες άλλες που δεν τα φοβήθηκα. Τα προσπέρασα και βγήκα στη στέρνα και στα θαύματα της πόλης. Μονάχα εγώ. Χωρίς κανέναν να με συνοδεύει. Και τα ‘ζησα τα θαύματα. Για λίγο…
Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2007
Σιγά τον πολυέλαιο...
Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2007
Στο ντιβάνι...
Τι να νοιώθουν, άραγε; Τι βλέπουν σα μας βλέπουν, εμένα, εσένα; Τι σκέφτονται σαν τους μιλάμε, σαν τους χαμογελάμε, σα δακρύζουμε, εμείς, εσείς, εγώ; Ποια μυστικά μοιράζονται με τα μάτια, με το άγγιγμα, με τον αναστεναγμό, με τη σταγόνα του ιδρώτα στο μέτωπο; Πάντα μ’ έτρωγε αυτό. Τους βλέπω σε βαφτίσια, σε γάμους, σε γιορτές, σε ορκωμοσίες, σε βραβεύσεις, σε κάθε είδους τελετές, δημόσιες και ιδιωτικές. Τους παρατηρώ σε κηδείες, σε μνημόσυνα, έξω απ’ το θάλαμο της εντατικής, στους δρόμους πάνω από τραυματίες και σκοτωμένους, στα δικαστήρια κατήγορους ή κατηγορούμενους. Τους βλέπω να μπαίνουν όλοι μαζί στο ίδιο αυτοκίνητο, να κατευθύνονται στο ίδιο σπίτι, να κλείνουν την ίδια πόρτα πίσω τους και να μένουν μεταξύ τους. Αυτοί. Οι κύκλοι οι στενοί, οι δεμένοι με νήμα αόρατο, άθραυστο κι αδιαπέραστο από όλους εμάς τους «άλλους», νήμα κόκκινο, αόρατο κόκκινο νήμα. Ομφάλιου λώρου νήμα κι αυτοί κλεισμένοι μέσα του κλαίνε, γελάνε, πονάνε, πεθαίνουν, μοιράζουν και μοιράζονται, ερμηνεύουν κι ερμηνεύονται. Α, πώς θα ‘θελα κάθε φορά να είμαι ένας απ’ αυτούς. Α, πώς θα ‘θελα, να μπορούσα να σκίσω το ρούχο κι ύστερα το δέρμα, εκεί, πάνω απ΄ την καρδιά τους, να χωθώ μέσα, να ακούσω τα χτυπήματά της, να νοιώσω όσα νοιώθουν. Στο πετσί τους να μπορούσα να μπω, ρόλοι αυτοί, ηθοποιός εγώ, στο πετσί τους, να τα βλέπω όλα από μέσα, μαζί κι αυτούς, ισότιμα, πια. Εγώ. Ο Πρώτου Βαθμού συγγενής…
Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2007
Κάπως έτσι...
Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2007
Εκ των υστέρων...
Έπιασε κρύο...
Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2007
Περί άρθρων...
Για τις μικρές εκείνες λεξούλες που συνοδεύουν τα ουσιαστικά και όχι μόνο. Συνοδεύουν, μας μαθαίνανε. Τα καταράστηκαν οι γραμματικοί να συνοδεύουν. Πορτιέρηδες τα καταδίκασαν να ‘ναι. Να ανοίγουν πόρτες κι ύστερα να παραμερίζουν για να περάσουν τα ουσιαστικά. Αθέατα, ασήμαντα, σχεδόν δουλοπρεπή στέκονταν στη γωνίτσα τους, όσο τα Ουσιαστικά αλώνιζαν με τα νοήματά τους τα βαθιά. Ποιος ασχολήθηκε μαζί τους; Πρόσωπα, ζώα ή πράγματα, καταστάσεις, ενέργειες, ιδιότητες, εκεί , μας έλεγαν είναι το ζουμί. Εκεί το ουσιαστικό, τα ονόμασαν κιόλας έτσι, μπας και δεν το καταλαβαίναμε.
Ωστόσο, όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια, και σιγά μη χαλούσε η σούπα στα άρθρα. Κείνο το ΤΟ ακόμη παραπονεμένο μένει, παραγκωνισμένο και παραγνωρισμένο, ακριβώς γιατί δεν μπορεί να το αναγνωρίσει κανείς. Καθόλου άδικα, θα πεις. ΤΟ…Τι σημαίνει ΤΟ? Και καμπύλες έχει και ευθείες έχει, τι κατασκεύασμα περίεργο είναι αυτό; Πόσο τη φαντασία σου βοηθά; Άχρωμο, ουδέτερο, και προπαντός άφυλο εξακολουθεί να στέκει ανάμεσα στ’ άλλα άρθρα που γίνηκαν ξαφνικά ουσιαστικά. Θα μπορούσε, βεβαίως, να ισχυριστεί κανείς πως το ΤΟ είναι το πιο σημαντικό απ΄ όλα τα υπόλοιπα άρθρα, αφού δε σε παρασέρνει με τη θηλυκότητά του, δε σε αποσυντονίζει με τη βαρβατίλα του, αλλά σε προκαλεί να δεις το ουσιαστικό που κρύβεται πίσω από αυτό. ΤΟ ανθρώπινο. Ποιος ενδιαφέρεται για τα ουσιαστικά, όμως; Μα τόση ώρα τι λέμε; Πέρασε η εποχή τους. Κανείς…