Σάββατο 26 Απριλίου 2008

Τμήμα Δ, 3


Πρόκοψες και το ‘κοψες. Αλλά εγώ θα μιλώ πάντα στον πληθυντικό. Ήρθα να κάνουμε ένα τσιγαράκι, έτσι θα λέω. Πάντα. Δε σ’ ενοχλεί ο καπνός, ε; Ούτε κι εμένα μ’ ενοχλεί που δεν καπνίζεις. Μ’ άλλους νοιώθω αμήχανα. Δεν μπορώ να εκφραστώ, ρε παιδί μου, πως το λένε. Μιλώ κι έχω άγχος μην τυχόν και ξεστρατίσει ο καπνός στο πρόσωπό τους κι αποσυντονίζομαι. Τι να πεις έτσι; Τα απολύτως τυπικά. Δεν μπορείς ν’ ανοίξεις την καρδιά σου, μπορείς; Έτσι. Και μιας κι ανοίγουμε την καρδιά μας τώρα και καπνίζουμε και μιλάμε σαν άνθρωποι, να σου το πω κι αυτό, δεν αντέχω να το βαστάω άλλο. Τόσο καιρό, τα απολύτως τυπικά έλεγα και σε σένα. Όλα πάνε καλά, μην ανησυχείς, το χρώμα σου καλύτερο το βλέπω σήμερα, σα να πήρες κα ‘να κιλό, ο Δημήτρης έγραψε 19 στ’ Αρχαία κι ο Κωνσταντίνος πήγε καλά στη Φυσική που φοβόταν, τα καταφέρνουμε μια χαρά, προσπάθησε να τρως, Τα τυπικά σου έλεγα. Μα άλλα ήθελα να σου πω. Άλλα. Να σε βρίσω ήθελα. Ανάθεμά σε, τι δουλειά έχεις εδώ μέσα εσύ, ε; Έτσι θα σου έλεγα. Τσακίσου και γύρνα σπίτι σου, θα σου έλεγα, σ’ αγαπάμε και μας λείπεις και δεν μπορούμε δίχως σου. Έτσι θα σου έλεγα. Και φοβάμαι, έτσι που σε βλέπω, πώς έχεις γίνει έτσι, δεν είσαι εσύ ο Θάνος μας, δε σ’ αναγνωρίζουμε πια, έτσι θα σου έλεγα. Και ξανά σ’ αγαπάω. Και τι θέλεις να κάνω, πες μου τι θέλεις να κάνω για σένα και για την Ανθούλα και για τα παιδιά, δεν έχεις ζωή πια, δώσε μου οδηγίες, έτσι θα σου έλεγα. Και ξανά σ’ αγαπάω. Και, φοβάσαι; θα ρωτούσα. Φοβάσαι κι εσύ, όπως κι εγώ; Και ξανά σ’ αγαπάω. Και εσύ θα μου απαντούσες, όλα θα μου τά ‘λεγες, όπως πριν, δε θα μου τά ‘λεγες; Θα μου τα έλεγες. Αν κάπνιζες. Μα δεν κάπνιζες, ανάθεμά σε, δεν κάπνιζες, πρόκοψες κι έκοψες το τσιγάρο και περιοριστήκαμε στα απολύτως τυπικά. Πρόκοψες. Αλλά ησύχασε, πέρασε τώρα. Τώρα μπορούμε να μιλάμε σαν άνθρωποι πάλι. Να τα λέμε όλα. Κι είναι ήσυχα εδώ για κουβεντούλα. Κι ο χρόνος πολύς. Είσαι σίγουρος πως δε σ’ ενοχλεί ο καπνός, ε;

Ο πίνακας του Σαράντη Καραβούζη.

Σάββατο 5 Απριλίου 2008

Κομμός


Εισιτήρια, εξιτήρια, διαγράμματα παρακολούθησης ζαχάρου, μέτρηση ούρων ζαχάρου, νοσηλευτική πορεία, φύλλο νοσηλείας, πλάνα ορρών 2/ώρου, οικειοθελής έξοδος, πλάνα θαλάμου, διαγράμματα 3/ωρης παρακολούθησης, εντολές νοσηλείας, εντολές νοσηλείας εντατικής, έντυπα συγκατάθεσης ασθενών και συγγενών, ιατρικό πιστοποιητικό θανάτου, α, ρε Θάνο! Τι μανία κι αυτή να μαζεύεις χαρτιά με τ’ όνομά σου.

Κυριακή 23 Μαρτίου 2008

Πηγή Καφετζοπούλου-Για λίγο

θα ήθελα να ζω
τη μέρα μέσα στα αόρατα
και τη νύχτα
στο θαλασσινό βυθό.

Εντάξει;


http://trelitoufegariou.blogspot.com/

Τρίτη 18 Μαρτίου 2008

Του θαλάμου 13



Μωρέ, μια χαρά είμαι εδώ σου λέω! Πασάς στα Γιάννινα. Πάνε κι έρχονται οι χανούμισσες με τις άσπρες τις στολές τους και με τα πασουμάκια τους τ’ αθόρυβα. Ώρα για την ενεσούλα μας, τιτιβίζουν. Ευχαρίστως. Τρελαίνομαι μ’ εκείνο το μας. Τρελαίνομαι. Πώς πάμε σήμερα; Με προσέχεις; Πρώτο πληθυντικό, όχι αστεία. Πώς πάμε σήμερα; Μια χαρά πάμε, μου πέρασε η πνευμονία που με κρεβάτωσε, αλλά σιγά να μην τους το πω. Μ' αρέσει εδώ. Κάθε μέρα κι άλλο πόνο βρίσκω. Πότε στο στήθος, πότε στο στομάχι. Κι όλο ψάχνουν. Κατατρυπημένο μ’ έχουν, φλέβες δεν έχω πια. Τίποτα δε βρίσκουν, δε δικαιολογείται ο πόνος, λέει, θα μου δώσουν εξιτήριο, λέει. Δε με νοιάζει τι δικαιολογείται και τι όχι, απαντώ, εγώ πονάω. Πονάω και δεν πάω πουθενά. Και απαιτώ, κύριοι, απαιτώ. Τόσα χρόνια τα έσκαγα στο ΙΚΑ, σειρά σας τώρα. Ο ασθενής πονάει, τελεία και παύλα. Δουλειά σας είναι να βρείτε πόθεν ο πόνος. Τι θέλετε; Να με βρει και τίποτα ξαφνικό στο σπίτι, το γέρο μαγκούφη και να πάω σαν το σκυλί στ’ αμπέλι; Αμαρτία είναι. Έτσι που λες. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, με κρατάνε και δώσ’ του και τρυπάνε. Μα δε με νοιάζει. Ας τρυπάνε όσο θέλουν, αρκεί να με κρατήσουν εδώ. Με τα θερμόμετρά μας και με τις εξετάσεις μας και με τις ενεσούλες μας. Ό,τι θέλουν ας κάνουν. Ό,τι θέλουν. Εγώ το μας θέλω ν’ ακούω. Το μας.

Πίνακας: Περικλής Πανταζής, Κεφάλι Γέρου

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2008

Του θαλάμου 12



Πλένω σιγά-σιγά κανένα μπλουζάκι, αγοράζω και κα ‘να καλτσόν. Της πήρα και μια φούστα. Όλα κρυφά. Έτσι και το νοιώσει, με σκότωσε. Μα θέλω να ‘μαστε έτοιμοι. Κείνη την ώρα, πού μυαλό γι’ αυτά. Κι ο κόσμος κουβεντιάζει. Μαύρα τα θέλει. Όλα. Όχι μόνο την καρδιά σου. Όλα. Κι αν δεν του τα δώσεις, λέει λόγια. Η πρώτη του κουβέντα συλλυπητήρια κι η δεύτερη, μα δεν είχε μια μαύρη φουστίτσα η χριστιανή; Μα πώς να της το πω; Πώς να της το πω, που όλο ελπίζει πως θα τον δει να σηκώνεται και να φεύγει στα πόδια του από δω μέσα. Πώς να του πω του κοριτσιού μου, πως πάει ο άντρας της και πως με τον κόσμο θα ζήσει από δω κι ύστερα; Και πως αυτός ο κόσμος αποφασισμένα τα έχει τα μέτρα του, χρόνια τώρα, και δεν αλλάζει και κλείνει πόρτες κατάμουτρα έτσι και δεν τα τηρήσεις; Τους νεκρούς πρέπει να τους τιμάμε, λέει ο κόσμος. Και η τιμή της τιμής έχει χρώμα. Μαύρο.

Φωτογραφία: Μαρίτα

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

Του θαλάμου 11



Στον καθένα θα μπορούσε να συμβεί. Στον καθένα. Μια στιγμή σταματά ο νους τ’ ανθρώπου και μπερδεύεται. Κι αντί για φρένο πατάει γκάζι. Και να την η καραμπόλα. Στον καθένα θα μπορούσε να συμβεί. Ψέματα; Αλλά ψάχνουν αφορμή. Χρόνια τώρα. Είσαι μεγάλος κι είσαι μεγάλος κι είν’ επικίνδυνο. Και τι να κάνω δηλαδή; Να κλειστώ σπίτι, να πίνω χαμομήλι γιατί έτσι κάνουν όλοι; Τ’ αποφάσισαν πως πρέπει να πεθάνω. Γιατί με κουβάλησαν εδώ νομίζεις; Τίποτα δεν έχω, κάτι ψιλά μονάχα. Για να μπω στο κλίμα με κουβάλησαν. Τους βλέπεις τριγύρω; Μυρίζει θάνατο εδώ μέσα. Μα εγώ έχω ζωή μέσα μου ακόμα. Έχω ζωή. Βιάζονται να με πεθάνουν. Με τα χρόνια τον μετράνε το θάνατο αυτοί. Του ’22 είσαι; Πέθανες. Εγώ πάλι το θάνατο τον μετράω με τις φλυτζάνες τα χαμομήλια και τις πόκες της ανημπόριας στους καφενέδες της γειτονιάς. Κι ακόμη δεν ήρθε η ώρα μου. Έτσι πες τους. Στο τιμόνι πάνω θα πεθάνω, πες τους. Και μη με ζορίζουνε πολύ, πες τους, μην τολμήσουν να μου πάρουν τ’ αυτοκίνητο, γιατί δεν το ‘χω σε τίποτα να ξαναμπερδέψω το γκάζι με το φρένο. Κι εκεί να δεις καραμπόλα.

Πίνακας: Κώστας Παπανικολάου, Οδηγός, μικτή τεχνική σε μουσαμά.

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2008

Του θαλάμου 10



Εντάξει. Εντάξει, εγώ το έκανα. Και την πορτοκαλάδα εγώ την έχυσα. Και τη ροζ τσίχλα εγώ την κόλλησα στον τοίχο. Και χτες, δε με πιάσατε, σας ξέφυγα, εγώ ήμουν που πέταξα το σακουλάκι στον Β. Χωρίς τα γαριδάκια. Τα γαριδάκια τα είχα σκορπίσει λίγο πριν στον Γ. Βάλτε μου πρόστιμο, λοιπόν. Βάλτε μου πρόστιμο. Που λέρωσα. Που σπίλωσα το λευκό σας. Όλα λευκά πρέπει νά ‘ναι εδώ μέσα, αποφασίσατε. Όλα λευκά. Του τάφου λευκά. Μα ζούμε ακόμη, ξέρετε. Όσο τους περπατάμε τους ατέλειωτους λευκούς διαδρόμους σας, ζούμε ακόμη. Με δεκανίκια, με καροτσάκια, με φορεία, ζούμε ακόμη. Βάλτε μου πρόστιμο, μα εγώ θα το ξανακάνω. Αν προλάβω. Τις Απόκριες θέλω να προλάβω. Να λερώσω με σερπαντίνες και κομφετί τον Δ.

Πίνακας: Λαζόγκας Γιώργος, Σταυρώσεις, μικτή τεχνική σε μουσαμά.

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2008

Χωρίς σχόλια

Γιατί είναι φορές που θέλεις να ουρλιάξεις και να ξέρουν όλοι πως είναι δικό σου το ουρλιαχτό. Δικό σου και κανενός άλλου. Ούτε κάποιου αφηγητή που σκαρφίστηκες, ούτε κάποιου ρόλου που υποδύθηκες. Όλο δικό σου. Γιατί πονάς για άνθρωπο που χάνεις και που τον βλέπεις να λιώνει μέρα με τη μέρα και να παραδίνεται. Και γιατί γνωρίζεις πως δεν φέρνεις κουκουβάγιες στην Αθήνα, γεμάτη η Αθήνα από παραθύρια με κουκουβάγιες που κρώζουν την απώλεια τις νύχτες. Τι συμβαίνει, γείτονα; Ό,τι και σε σένα. Ό,τι τώρα, ό,τι χτες, ό,τι αύριο. Γίνε πέτρα, γείτονα, γίνε χαράκι, γίνε ουρανός. Χωρίς στόμα. Μόνο αυτιά έχε. Κι άσε με να ουρλιάζω. Χωρίς σχόλια.

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2008

Του θαλάμου 9



Θα πετάξω. Θα πετάξω, ψέλλιζε, όταν τον βρήκαμε. Αφήστε με να πετάξω. Τι να πετάξει, που ήταν χάλια. Παγωμένος ως το κόκκαλο. Εκείνος, εκεί. Και στο φορείο ακόμη, θα πετάξω και θα πετάξω. Μα τη σακούλα από το χέρι του, δεν την άφηνε. Όλο παλιόχαρτα. Ο θυρωρός, που τον βρήκε κι ειδοποίησε, είπε πως ποτέ του δεν πετούσε τίποτα. Και πως στο σπίτι του δε χωράς να μπεις, τίγκα πράγματα, όλα άχρηστα. Τα λυπόταν ο παππούς, λέει, η ζωή του ήταν, λέει. Κι όλο το αποφάσιζε να τα πετάξει, κι όλο δεν του ‘κανε καρδιά, λέει. Και χθες έτσι την πάτησε, μάλλον. Στο παζάρεμα πλάι στον κάδο. Θα πετούσε και θα πετούσε όλη νύχτα φαίνεται. Δεν υπολόγισε το χιονιά. Τη βγάζει δεν τη βγάζει. Τι να πω; Μακάρι να τη βγάλει καθαρή. Να μάθει πως επιτέλους κατάφερε να πετάξει. Τον εαυτό του.

Πίνακας: Σαράντης Καραβούζης, Σύνθεση, λάδι σε μουσαμά

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2007

Του θαλάμου 8



Σού ‘φερα αλογάκι. Πλαστικό. Να, εδώ θα το ακουμπήσω, να σου κάνει παρέα τις ώρες που λείπω. Τώρα θα μου πεις, στα κορίτσια φέρνουν δώρο αλογάκια; Φέρνουν. Όταν σου λέει ο μαγαζάτορας, ήρθατε αργά κυρία μου, μας τελείωσαν οι κούκλες, μόνο αλογάκια έχουμε. Έτσι δεν είναι; Κι εσύ θα ήθελες να πάρεις τουλάχιστον το ξύλινο, αλλά τα χρήματα δε σε φτάνουν. Έτσι δεν είναι; Και το τυλίγεις όμορφα και το αφήνεις στο προσκεφάλι της κόρης σου, τάχα το έφερε ο Άη Βασίλης, με καθυστέρηση ημέρες τρεις. Και σκίζεται η καρδιά σου, που τη βλέπεις να ψελλίζει ευχαριστώ για να μη σε κακοκαρδίσει και παρακαλάς άλλο δώρο να μπορούσες να της φέρεις. Έτσι δεν είναι; Μη. Μη μιλάς εσύ, δεν κάνει να κουράζεσαι, εγώ θα μιλώ. Έτσι είναι. Δεν το ήξερα τότε, αλλά έτσι είναι. Έφταιγε που ήσουν πάλι στο νοσοκομείο, έτσι δεν είναι; Γι αυτό καθυστέρησε ο Άη-Βασίλης ημέρες τρεις. Γι αυτό και τ’ αλογάκι το πλαστικό. Τότε δεν ήξερα. Και σε πίκρανα. Μα τώρα ξέρω. Γι αυτό και τ’ αλογάκι το πλαστικό. Για σένα. Να σου κάνει παρέα τις ώρες που λείπω. Και για τον Άη-Βασίλη, που του κρατούσα μούτρα τόσα χρόνια η ανόητη. Του έγραψα χτες ξανά. Να σταθείς πάλι στα πόδια σου. Κι αν σε ρωτήσουν για το άλογο οι γιατροί, η κόρη μου το έφερε να πεις. Κι όχι γιατί δεν μπόρεσε να μου πάρει κάτι άλλο, αλλά από συγνώμη κι αγάπη κι ευγνωμοσύνη, να πεις. Γιατί μεγάλωσε πια η κόρη μου και ξέρει. Μάνα είναι ένα αλογάκι πλαστικό στο προσκεφάλι, με καθυστέρηση ημέρες τρεις.

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2007

Της αγάπης *

Στων ματιών μου τις κόγχες καρφώθηκε η νύχτα, είπες. Και μάζεψα ένα-ένα τ’ άστρα και την κέντησα ξανά να δεις. Κι είδες στα χέρια μου πληγές απ’ το βελόνι κι είπες. Πόσο φρικιαστικό το θέαμα είναι. Κι έπιασα τα χέρια μου και τα ‘κοψα, να μην τα βλέπεις πια και σε τρομάζουν...


* Παλιά ανάρτηση (23-3-2007). Τότε, με τίτλο Η Αφροδίτη της Μήλου. Σήμερα αλλιώς. Για να ταιριάζει.

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2007

Του θαλάμου 7



Λέξη μη βγάλεις. Εγώ μιλάω τώρα. Σε μια νυχτιά την ξέσκισα κουρέλια τη ζωή μου. Πάνε έξι μήνες, το θυμάσαι; Έκλαιγα, καταριόμουν κι έσκιζα. Ό,τι είχα και δεν είχα, όλα τα ξέσκισα. Όλα. Τ’ άλλο πρωί σηκώθηκα, κοίταξα τα κομμάτια κι είπα φτάνει. Έκατσα. Κι αταίριαστα ταιριάζοντας τα σκόρπια κουρελάκια, την ξανάραψα. Ταιριάζοντας τ’ αταίριαστα. Ένα κουρέλι, που δεν έπρεπε αλλά μ’ άρεσε, εδώ, ένα κουρέλι, που δεν έπρεπε αλλά το ήθελα, εκεί, κι ακόμη ένα, που δεν έπρεπε αλλά ποιος νοιάζεται, παρέκει. Κι έτσι, απρόσεκτα ταιριάζοντας τα λάθος χρώματα -ποιος ο βρεγμένος που φοβάται τη βροχή- νά σου την πολύχρωμη η κουρελού μου κι ατίθαση, φτιαγμένη απ’ την αρχή. Για το τέλος. Έξι μήνες. Έτσι είχες πει. Και τώρα, έκανα λάθος, λες, έκανα λάθος, δεν είναι αυτό το τέλος, έχεις ζωή μπροστά σου. Ποια ζωή; Αυτή που ξέσκισα; Έκανες λάθος, λες. Και περιμένεις να χαρώ. Και να γυρίσω σπίτι. Με την κουρελού μου παραμάσχαλα. Και πώς στο διάολο νομίζεις πως ταιριάζει σπίτι μου, πια, η κουρελού, γιατρέ; Και πού στο διάολο νομίζεις πως ταιριάζει οπουδήποτε πια; Το σπίτι μου είναι καθώς πρέπει. Κι αλάθητο. Όλων σας τα σπίτια είναι καθώς πρέπει. Κι αλάθητα. Ποια πόρτα να χτυπήσω και ποιος να τη δεχτεί; Γι αυτό σου λέω. Δεν πρόκειται να πάει πουθενά. Εδώ θα μείνει. Στο γενέθλιό της τόπο. Και μην τολμήσεις να μου πεις πως δεν ταιριάζει ούτε κι εδώ. Μια χαρά ταιριάζει εδώ. Ασορτί. Με τις λάθος διαγνώσεις σας.

Πίνακας: Βασίλειος Γερμενής, Το Ράψιμο, λάδι σε μουσαμά.

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2007

Άνθρωποι προπαντός



Συγγνώμη, θα της έλεγε, δε σε χρειάζομαι άλλο πια, βρήκα άλλη. Έτσι θα της έλεγε. Ορθά-κοφτά. Την αλήθεια. Είχε γεράσει πια δεν έκανε για τη δουλειά. Χάρη της έκανε που δεν της έλεγε πως είχε γεράσει, έτσι δεν είναι; Έτσι. Ή μάλλον όχι. Μπορεί να τη θύμωνε πολύ αυτό το ορθά κοφτά και να προκαλούσε φασαρίες. Όχι έτσι. Πιο μαλακά. Συγγνώμη, θα της έλεγε, θα λείψω τούτο το Σάββατο, μην έρθεις σπίτι. Αν μπορέσω το άλλο, θα σου τηλεφωνήσω. Έτσι θα της έλεγε, και θα το πήγαινε από Σάββατο σε Σάββατο κι από αναβολή σε αναβολή, ελπίζοντας να φύγει εκείνη πρώτη. Αν όμως επέμενε; Η αλήθεια είναι πως ήταν ικανή να επιμείνει, πάντα ήταν εκεί όταν τη χρειαζόταν. Όχι, έπρεπε να τελειώνει μια και καλή. Να ξέρει κι εκείνη, να κανονίσει την πορεία της. Όλα κι όλα, προπαντός άνθρωποι να είμαστε, σ’ αυτά τα Σάββατα στήριζε η γυναίκα τη ζωή της. Προπαντός άνθρωποι. Συγγνώμη, θα της έλεγε, τα φέρνω δύσκολα οικονομικά τον τελευταίο καιρό, δεν μπορώ να σε πληρώνω. Καλύτερο αυτό, γιατί τι θα έκανε, θα το έπαιρνε απόφαση. Αλλά και πάλι μπορεί να μάθαινε πως έφερε άλλη γυναίκα σπίτι τούτο το Σάββατο και να θύμωνε χειρότερα που την κορόιδεψε. Άλλον τρόπο έπρεπε να βρει. Άλλον. Οπωσδήποτε. Αυτό το τι μου τη χάρισες αυτήν την ταμπακέρα βλέμμα, δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει. Άλλον τρόπο. Ίσως…ναι. Ναι, θα μπορούσε. Δυναμικά θα το αντιμετώπιζε, δυναμικά. Άκου να δεις, θα της έλεγε, φέρε πίσω το δαχτυλίδι που βούτηξες, γιατί θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα, ακούς; Βρωμιάρηδες, θα της έλεγε, που σας βάλαμε στα σπίτια μας και σας κάναμε ανθρώπους κι έχετε κατακλέψει τον κόσμο. Κι ένας θεός ξέρει τι έχεις σουφρώσει όλα αυτά τα χρόνια και δεν είχα πάρει είδηση. Παλιοαλβανοί, ε παλιοαλβανοί! Το καλό που σου θέλω, θα της έλεγε, το καλό που σου θέλω, να μη σε ξαναδώ στα μάτια μου. Έτσι θα της έλεγε. Κι αν επέμενε, θα έβρισκε και δυο τρεις συνελληνίδες γειτόνισσες να βεβαιώσουν του λόγου το αναληθές. Ποιος θα την πίστευε εκείνη; Ο λόγος της κι ο λόγος μας. Μα δε θα χρειαζόταν, όχι. Δε θα επέμενε. Χαρτιά δεν είχε, θα φοβόταν να το τραβήξει το πράγμα. Ναι, έτσι θα της έλεγε. Εκείνη θ’ αναγκαζόταν να ψάξει γι’ άλλη δουλειά κι αυτή θα ξεμπέρδευε μια και καλή. Ούτε βλέμματα, ούτε ΙΚΑ, ούτε φασαρίες. Και προπαντός άνθρωποι.

Πίνακας: Ονορέ Ντωμιέ, Το βάρος (Η πλύστρα).

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2007

Του θαλάμου 6




Βλάκες! Βλάκες! Ποιος σας είπε πως ήθελα να προλάβετε, ε; Ποιος σας το ‘πε; Στέκεστε όλοι πάνω μου και συχαρίκια δίνετε ο ένας σας στον άλλον. Που προλάβατε. Και τώρα, υποθέτω, ευχαριστώ πρέπει να πω κι ευγνωμοσύνη να ‘χω. Γιατί προλάβατε. Α, πώς με πνίγει αυτή η ανθρωπιά σας! Πώς την αλήθεια την καρφώνει στο λαιμό μου! Και δε φωνάζω, όχι, γιατί φριχτή αγένεια η αλήθεια μου στα μάτια σας θα φάνταζε. Και αγενής ποτέ δεν ήμουν. Ανάξιος μόνο. Στη ζωή. Και στο θάνατο. Κι όμως, λίγο ακόμη. Λίγο ακόμη ήθελα να προλάβω. Εσάς τους σπλαχνικούς. Εσάς, που ανακατεύεστε εκεί που δε σας σπέρνουν. Εσάς. Που με προλάβατε.

Πίνακας: Αχιλλέα Χρηστίδη, Απόδραση, 1992, λάδι σε μουσαμά

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2007

Του θαλάμου 5



Δεν ξέρω πώς έγινε. Εγώ να χορέψω ήθελα. Τίποτα άλλο. Να χορέψω. Και ένα και δύο και τρία και…blaunen Donau. Χόρευα πολύ, παλιά. Πολύ παλιά. Με άλλον. Τώρα έχω χρόνια να χορέψω. Με άλλον. Μόνη μου όμως, πολύ. Και ένα και δύο και τρία και blaunen Donau. Δε στο είχα πει, ε; Χορεύω και μόνη μου, ναι. Παίρνω την καρέκλα και ένα και δύο και τρία, χορεύω. Μακριά απ’ τον καθρέφτη χορεύω. Τον αποφεύγω τον καθρέφτη. Χθες, δεν ξέρω τι έγινε. Δεν πρόσεξα, μάλλον. Το παράκανα, μάλλον. Και ένα και δύο και τρία και blaunen Donau. Παρασύρθηκα. Βρέθηκα μπροστά του και με είδα. Με την καρέκλα στο χέρι. Όρμησε ο Δούναβης και με ξέβρασε στο πάτωμα, σπασμένα γυαλιά και πάνω τους εγώ, αμέτρητα γυαλιά και πάνω σε όλα εγώ, με μια καρέκλα στο χέρι. Με μια καρέκλα στο χέρι. Στα σπασμένα γυαλιά. Άρπαξα ένα, το κράτησα σφιχτά, αγαπησιάρικα το κράτησα και συνέχισα να χορεύω σχηματίζοντας και ένα και δύο και τρία τα βύματα του Δούναβη. Blaunen Donau. Στο χέρι μου.

Πίνακας: Κυριάκος Κατζουράκης, Χωρίς Τίτλο, λάδι σε κόντρα πλακέ.

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2007

Του θαλάμου 4



Φύγε, μάνα! Μη με κοιτάζεις έτσι. Φύγε. Δεν πονάω σου λέω, είμαι καλά, τι άλλο θέλεις; Φύγε και μην ανησυχείς. Άλλη φορά θα προσέχω. Ούτε που ξέρω πώς κουτρουβαλιάστηκα στις σκάλες. Νερό κατέβηκα να πιω, σκοτάδι, παραπάτησα. Άλλη φορά θα προσέχω. Θα γιάνει το πλευρό, είπανε. Φύγε, τα παιδιά θα γυρίσουν όπου να ‘ναι, να βρουν κάποιον στο σπίτι, ο πατέρας τους στη δουλειά. Είμαι καλά, πες. Να μην έρθουν να με δουν, πες, δε χρειάζεται να με δουν έτσι, όχι, αυτό μην τους το πεις, δεν επιτρέπονται οι επισκέψεις, πες, δε χρειάζομαι τίποτα να τους πεις. Τίποτα δε χρειάζομαι. Και πάψε να με κοιτάζεις. Όλα καλά είναι. Κι εγώ καλά είμαι. Και το μάτι μου θα γιάνει. Δεν ξέρω πώς χτύπησε αυτό. Στο κάγκελο της σκάλας, μάλλον. Όχι, δεν πονάει, φύγε. Φύγε, μάνα, φύγε σου λέω, και μη με κοιτάζεις. Μη με παιδεύεις, σ’ εξορκίζω, φύγε. Φύγε, μάνα. Φύγε. Φύγε, όπως έπρεπε να φύγεις και τότε που σε παρακαλούσα να μείνεις, θυμάσαι; Θυμάσαι; Είχες μαζέψει τα ρούχα σου να φύγεις, αποφασισμένο το ‘χες, και στεκόμουν δίπλα στο σάκο, μια χαψιά μπροστά στο σάκο κι έκλαιγα και παρακαλούσα, μη φύγεις μάνα, έλεγα, μη φύγεις. Κι έκλαιγες κι εσύ. Κι εσύ σε κάποιο κάγκελο είχες χτυπήσει την προηγούμενη νύχτα, θυμάσαι; Σε παρακαλούσα να μη φύγεις και δεν έφυγες. Κι εγώ έπαψα να κλαίω. Εσύ δεν έπαψες. Θυμάσαι; Εγώ το θυμάμαι καλά. Πιο πολύ τώρα το θυμάμαι. Όσο περνούν τα χρόνια, το θυμάμαι. Σε παρακάλεσα να μη φύγεις και δεν έφυγες. Για μένα δεν έφυγες. Έπρεπε να φύγεις, μάνα, τότε, δεν έπρεπε να με ακούσεις τότε, συγχώρα με που στο ζήτησα, εγωιστικά φέρθηκα μα δεν ήξερα, δεν ήξερα τότε, έπρεπε να φύγεις. Δεν ήξερα τότε. Μα τώρα φύγε. Εσύ μπορείς να φύγεις, εγώ δεν μπορώ. Φύγε, τούτη τη φορά μάνα, και μη με κοιτάζεις έτσι, σε ικετεύω. Και πάψε να ρωτάς, δεν το αντέχω. Πάψε να ρωτάς. Και φύγε.

Πίνακας: Νίκος Νικολάου, Κεφαλή

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2007

Του θαλάμου 3 και κάτι



Καλά τα πήγαινα, καλά. Κι όλα τα λόγια πού ‘πρεπε του τά ‘χα ειπωμένα. Πως η ζωή δε χάνεται, επέμενα. Πως όλα μια συνήθεια είναι. Και κείνος κοίταζε τα μάτια μου, να δει αν είναι αλήθεια όσα λέω. Δασκαλεμένα ώρες πριν αυτά, στο ύψος τους σταθήκαν, δε με δώσαν. Τότε αυτός χαλάρωσε, φαίνεται πως τα λόγια μου κάπως τον ηρεμήσαν, έγειρε πίσω κι έκανε το χέρι του να ξύσει. Το χέρι του; Ποιο χέρι του; Συνάντησε αέρα. Και πάλι πανικόβλητος γύρισε προς τα μένα. Κι ανάθεμά με, τά ‘χασα. Δεν το ‘χα στο σενάριο το ξύσιμο. Ποιος τον παλεύει τέτοιον αυτοσχεδιασμό; Πιαστήκανε τα μάτια μου αδιάβαστα, στο ανύπαρκτό του χέρι καρφωμένα. Κι όσο κι αν πάσχιζα αλλού να τα γυρίσω, αυτά εκεί. Ξεστράτιζαν και βούρκωναν κι αρχίσανε αλήθειες να ξερνάνε. Πόσο λυπάμαι για τη ζωή του που έχασε, είπαν. Και πόσο πολύ χαίρομαι που δεν είμαι στη θέση του, είπαν. Κι ότι παρακαλώ τη γη ν’ ανοίξει να με καταπιεί του είπαν, δεν το ‘κρύψαν. Όλα τα είπαν, όλα. Κι αυτός κοιτούσε αμίλητος τα μάτια που μιλούσαν. Τύψεις γεμάτος για το χρέος που δεν έκανα, σηκώθηκα και έφυγα. Αέρας έγινα. Τύψεις γεμάτος. Μα τι τα θες; Όσο τα πόδια μου κατάπιναν διάδρομο, το ένα μου χέρι άρρωστα ψαχούλευε τον ώμο, θέλοντας να σιγουρευτεί πως τ’ άλλο ήταν εκεί.

Πίνακας: Ευαγγελία Πίτσου, άτιτλο

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2007

Του θαλάμου 3



Και πήγανε οι πρόβες μου χαμένες. Όλα κανονισμένα τα είχα. Τα μάτια καρφωμένα στα μάτια του. Μόνο. Και τα λόγια και οι παύσεις προβαρισμένα κι αυτά στην εντέλεια. Όλα στη θέση τους. Κι όλα καλά. Κι έφτασε ένα ξύσιμο να τα τινάξει όλα στον αέρα. Ανέτοιμο με τσάκωσε ο αυτοσχεδιασμός του. Δεν το ‘χα στο σενάριο αυτό. Τα μάτια μου αδοκίμαστα παρά τις δοκιμές βρεθήκανε κι αμέσως ξεστρατίσανε κι άρχισαν να ξερνάνε. Οι προδότες. Πόσο πολύ λυπάμαι, που έχασε τη ζωή του, λένε. Και πόσο χαίρομαι που δεν είμαι στη θέση του, λένε. Και πόση ανακούφιση νοιώθω, που δεν είναι κανείς απέναντί μου, να προσπαθεί να με πείσει πως τίποτα δεν άλλαξε, λένε. Όλα τα λένε κι όλα τα κατάλαβε και πήγαν τόσες πρόβες στράφι. Για ένα ξύσιμο. Και τώρα τι να πω, που περιμένει να μιλήσω; Να πω τι για να γεμίσω το κενό; Και πώς με λόγια τα μάτια μου να βγάλω ψεύτες; Είναι κι εκείνος ο ορός που σιγοστάζει. Με εμποδίζει να συγκεντρωθώ. Δεν έχει ο θάλαμος υποβολέα; Κανείς δεν είναι να με διώξει από δω; Αμέσως πρέπει. Τώρα. Προτού τα μάτια μου μιλήσουν για το χέρι μου και πόσο τυχερός είμαι που το ‘χω. Κι ας με τρώει.

Πίνακας: Ευαγγελία Πίτσου, άτιτλο

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2007

Του θαλάμου 2



Δυο ζιπουνάκια, τρεις πάνες κι ένα φυλαχτό. Μ’ αυτά ήρθα. Και μ’ αυτά φεύγω. Δυο ζιπουνάκια, τρεις πάνες κι ένα φυλαχτό. Και με δυο χέρια άδεια ήρθα κι ένα στήθος βαρύ. Και μ’ αυτά φεύγω. Με δυο χέρια άδεια κι ένα στήθος βαρύ. Γιατί στόμα να το βυζάξει, ο Θεός σου δεν μ’ άφησε να έχω. Το χρειάστηκε, λες. Το δικό μου το παιδί το χρειάστηκε ο Θεός σου, λες. Και καλά που πρόλαβες και μεσολάβησες και το ‘σωσες από την αμαρτία, λες. Που ανάσανε. Μια ανάσα, δυο ανάσες, τρεις. Αμαρτίες. Κι ύστερα τίποτα. Και πως είναι αγγελούδι τώρα, λες. Τώρα. Γιατί προλάβατε και το βαφτίσατε, λες. Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, το παιδί μου πέθαινε κι εσύ στρατολογούσες αγγελούδια. Υποκριτές. Κι εσύ κι ο Θεός σου. Έχε χάρη. Έχε χάρη που δεν ένοιωθα τι κάνανε πίσω από την πλάτη μου. Μα τώρα μάζεψέ τα και φύγε. Κι έχε χάρη. Έχε χάρη που πέθανα κι εγώ μαζί και δεν έχω δύναμη ούτε να φτύσω. Παρηγοριές δε θέλω. Δυο ζιπουνάκια, τρεις πάνες κι ένα φυλαχτό. Μ΄ αυτά ήρθα, μ’ αυτά θα φύγω. Πιπίλα δε χρειάζομαι.

Πίνακας: Γιάννης Μόραλης

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2007

Του θαλάμου



Έλα πιο κοντά, δεν μπορώ να μιλάω δυνατά, δεν είμαι καλά σήμερα. Κι ύστερα όπου να ναι θα ‘ρθει, έχει πάει να τηλεφωνήσει. Τώρα που ‘μαστε μόνες, άκουσέ με. Άκουσέ με. Μπροστά τους παριστάνει την καλή μα, σα φεύγουν, με παιδεύει. Με παιδεύει και δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Ανήμπορη. Κι εκείνες να ρωτάνε. Σου φέρεται καλά η γυναίκα, μάνα; Όχι, ουρλιάζω, όχι, μπροστά σας είναι όλο γλύκες κι όταν φεύγετε, μ’ αφήνει και κατουριέμαι πάνω μου. Με σιχαίνεται, θα με σκοτώσει αυτή να το ξέρετε. Και κοιτάζονται. Νομίζουν πως τα έχω χαμένα. Κι εκείνη το νομίζει κι εσύ το νομίζεις, μη νομίζεις πως δεν το ξέρω. Το νοιώθω που με κοιτάς περίεργα. Να με πάρεις, Θέ μου, να με πάρεις. Τώρα να με πάρεις. Τι να το κάνω που ζω, όταν εσείς δε με πιστεύετε, ε; Τι είναι ο άνθρωπος, όταν δεν τον πιστεύουν, ε; Πέτρα είναι. Πέτρα. Έπαψα πια να λέω. Τρελή με ανεβάζετε, τρελή με κατεβάζετε κι άλλο δεν αντέχω. Πονάω, της λέω, πες στη νοσοκόμα να μου δώσει κάτι να φύγει ο πόνος, δεν πονάς, απαντάει και γυρίζει από την άλλη. Διψώ, της λέω, διψώ, δε διψάς, απαντάει. Ανέβασέ μου λίγο το μαξιλάρι, πιάστηκα, στράβωσε η πλάτη μου, μια χαρά είναι το μαξιλάρι στη θέση του, απαντάει, τ’ αφήνει εκεί. Πέτρα το μαξιλάρι στην πλάτη μου. Πέτρα κι εγώ. Στην πλάτη τους. Κουράστηκα να με κουβαλάνε. Κουράστηκα να τις κουράζω. Τις άκουσα που μίλαγαν με τους γιατρούς το πρωί. Έκανα πως κοιμόμουν. Ξανακύλησε, είπαν. Κλαίγανε. Εγώ μιλιά. Για άλλη μάνα κλαίγανε, όχι για μένα. Γι’ αυτό που ήμουν κλαίγανε. Όχι για την πέτρα. Τις πέτρες δεν τις κλαίνε. Παρακαλάνε μόνο. Να κυλήσουν.

Πίνακας: Francisco José de Goya y Lucientes, Χρόνος