Ενοσίχθων
Πίνακας: Νίκος Νικολάου, Δυο μακέτες
Αναρτήθηκε από
Τίποτα
στις
11:39 π.μ.
6
σχόλια
Αναρτήθηκε από
Τίποτα
στις
11:02 π.μ.
9
σχόλια
Αναρτήθηκε από
Τίποτα
στις
10:11 μ.μ.
12
σχόλια

Αναρτήθηκε από
Τίποτα
στις
12:13 μ.μ.
11
σχόλια
Ψαρά μαλλιά, γαλάζια μάτια, το παντελόνι ανασηκωμένο, ποτέ κάλτσες, το πουκάμισο ξέζωστο αιωνίως, τον άκουγα να τραγουδάει κάθε που πήγαινα στο χωριό, Στα Πεστά και στο Μπιζάνι, μπι μπι μπι, τα κανόνια ήταν το μπι, εφτά μπι ήταν, τα μετρούσα κάθε φορά, κόβω αρκετά για την οικονομία του πράγματος, μάνα μου τι κρύο κάνει, μπι μπι μπι πέφτουν τα κανόνια, συνέχιζε, πέφτουν τα κανόνια, Ένα γράμμα θε να γράψω, μπι μπι μπι, τα κανόνια κατάλαβες, έπεφταν τα κανόνια, εξηγούσε, και τους φίλους μου να κλάψω μπι μπι μπι κι εκεί ράγιζε η φωνή του και ποτέ δεν απόσωσα να μάθω το τραγούδι, όλο σ’ εκείνο το μπι των κανονιών που πέφτουν μετά το γράμμα στους φίλους σταματούσε, παρακάτω δεν είχε, κοίταζα τα μπλε του μάτια μα εκείνα κοίταζαν αλλού, καρφωμένα ένας θεός ξέρει πού, λες κι αποσυρόταν, αποσυρόταν ναι, τη βρήκα εύστοχη τη λέξη μεγαλώνοντας, αποσυρόταν σ’ ένα κόσμο έπους και δακρύων, σ’ ένα κόσμο ολότελα δικό του, σ’ ένα κόσμο από μπι μπι μπι κανόνια που πέφτουν κι από φίλους που κλαίνε για τους φίλους και μας έκλεινε όλους απ’ έξω, ο θείος μου, ο αδελφός του παππού μου, ο Κωτσοζήκος, πάει να πει ο Κώστας, του Ζήκου ο γιος.
Αναρτήθηκε από
Τίποτα
στις
11:36 μ.μ.
4
σχόλια

Στην αγκαλιά της Λόλας και του μήλου της, στο μπλε της ποδιάς και στο άσπρο του κεντημένου της γιακά, κρύβομαι. Στο κουτσό της γειτονιάς και στο φτου ξελευτερία
και στου παγωτατζή τη ρόδα, κρύβομαι. Στους ψιθύρους των γονιών τα μεσημέρια και στ’ αγιόκλημα του δειλινού, κρύβομαι. Στο βάθος της πλατείας με τη μπάντα και στο ροζ του μαλλιού της γριάς κρύβομαι. Κι ύστερα, στο ροδόχροο της αυγής και στου Έκτορα, όχι του Αχιλλέα, με προσέχεις; στου Έκτορα το βλέμμα και στο τριαντάφυλλο το πιο αγαπημένο της ρεγγίνας, κρύβομαι. Στο σκοτεινό του χορού που ποτέ δε με χόρεψες, και στο φιλί του μπουκαλιού που ποτέ δε μ’ ευνόησε, κρύβομαι. Κρύβομαι, αφού ο κόσμος τούτος μ’ αγριεύει και γέμισαν τα σπίτια τοίχους υγρούς και πόρτες γκαστρωμένες, άλλο δε μου μένει απ’ το να κόψω τις γωνίες μου και να κρύβομαι σ' ό,τι αγάπησα, ένα μικρούλι όμικρον, ένα μικρούλι όμικρον, ένα ομικράκι ποιος το προσέχει;